Πολιτισμός

«Ο Αδελφός μου ο Αμαντέους», από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο «Αμαλία» Θεσσαλονίκης

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Βιρτουόζος, δεξιοτέχνης, ταλέντο, διάνοια. Με αυτές τις λέξεις περιέγραφαν στη δεκαετία του 1760 ένα μέλος της οικογένειας των Μότσαρτ. Όχι τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους, αλλά τη Νανέρλ Μότσαρτ! Πάνω στις δικές της παρτιτούρες έμαθε μουσική ένας από τους κορυφαίους μουσουργούς που πέρασαν ποτέ από τον κόσμο. Εκείνη όργωνε την Ευρώπη ως πιανίστρια και έκανε τους μουσικόφιλους του Μονάχου, της Βιέννης, των Παρισίων, του Λονδίνου, της Χάγης και όλης της Γερμανίας και της Ελβετίας να υποκλίνονται στη βιρτουοζιτέ της. «Το κοριτσάκι μου παίζει τα δυσκολότερα έργα που έχουμε με εξαιρετική ακρίβεια και τελειότητα», εξομολογούνταν με καμάρι ο πατέρας Λεοπόλδος σε επιστολή του το 1764, για να συνεχίσει: «το μικρό μου κορίτσι, παρά το γεγονός ότι είναι μόλις 12 ετών, είναι μια από τους καλύτερους πιανίστες της Ευρώπης». Η Άννα Μαρία, που οι δικοί της φώναζαν χαϊδευτικά Νανέρλ, έμελλε, ωστόσο, να επισκιαστεί σύντομα από τη μεγαλοφυΐα του κατά πέντε χρόνια μικρότερου αδελφού της, ο οποίος τη θαύμαζε απεριόριστα και θέλησε έτσι από νήπιο να τη μιμηθεί.

Η Υπόθεση

Η ιστορία της μουσικής την έχει πια ξεχάσει, κι όμως της χρωστά τόσα πολλά. Η ταλαντούχα Νανέρλ είχε βέβαια να τα βάλει με έναν μουσικό που θα επισκίαζε τους πάντες στην εποχή του και η σύγκριση δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή για κείνη. Δεν ήταν εξάλλου παρά μια νεαρή γυναίκα στο συντηρητικό Σάλτσμπουργκ του 18ου αιώνα και δεν θα μπορούσε να πάει μακριά, καθώς ο γάμος και η αποκατάστασή της ήταν σαφώς σημαντικότερα από τη μουσική της διάνοια. Ο μπαμπάς Λεοπόλδος το ήξερε αυτό καλύτερα από τον καθένα.

Μεγάλος μουσικός παιδαγωγός ο ίδιος, αν και εντελώς μετριότητα στη σύνθεση, διαπίστωσε ότι η μικρή ξεχείλιζε από μουσικό ταλέντο και έπαιζε με την ίδια ευκολία τόσο το τσέμπαλο όσο και το πιανοφόρτε. Της έμαθε πιάνο στα οχτώ της και την έφερνε τώρα γύρες στα σαλόνια της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Ήταν το θαύμα του, το καμάρι του, ένα μικρό κορίτσι που έμαθε τις νότες πριν μάθει ακόμη να αρθρώνει προτάσεις. Ένα τρομερό παιδί που θα έκανε πλούσιο τον μπαμπά. Όταν μάλιστα θα ανακάλυπτε αργότερα πως το ίδιο ταλέντο κυλούσε και στις φλέβες του μικρού Βόλφγκανγκ, πλέον θα τριγύριζαν οι τρεις τους από πόλη σε πόλη προσπαθώντας να εξαργυρώσει ακριβά ο Λεοπόλδος τη μουσική δωματίου των παιδιών του.

 Με τον καιρό, η Νανέρλ γινόταν ολοένα και καλύτερη στο πιάνο και ο μικρός Αμαντέους προσπαθούσε να τη μιμηθεί. Αυτός ήταν μόλις τριών χρονών, κι όμως καθόταν στο πιάνο μαζί της, θαυμάζοντας απεριόριστα την τεχνική της. Μόνο που αυτός μάθαινε ολόκληρες συνθέσεις σε μόλις μισή ώρα κι έτσι ήταν προορισμένος να την ξεπεράσει. Νανέρλ και Βόλφγκανγκ όργωσαν την Ευρώπη για τρία χρόνια, σταμάτησαν σε 88 πόλεις και θαυμάστηκαν από όλους. Και μετά την πάντρεψαν με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της, δικαστή, δυο φορές χήρο και με πέντε παιδιά και όλα πήραν τέλος!

Η παράσταση

Ο Μηνάς Βιντιάδης συγκέντρωσε όλες τις πληροφορίες για τη ζωή και το μουσικό έργο των αδερφών Μότσαρτ, τη διαδρομή τους στη μουσική, την κατάκτηση του κόσμου ως παιδιά- θαύματα, την πολυκύμαντη σχέση με τον πατέρα τους και έγραψε ένα θεατρικό έργο με φαντασία και οξυδέρκεια, εφόσον σε 75 λεπτά μια οικογενειακή συγκλονιστική υπόθεση, μια καριέρα με οικουμενικές διαστάσεις, ένας άκρως συντηρητικός αιώνας, ο 18ος, συμπυκνώθηκαν σε διαλόγους και εικόνες και έγιναν παράσταση – μάθημα ιστορίας, ανθρωπογεωγραφίας, σκηνοθετικής μαεστρίας και υποκριτικής δεινότητας.

 Η σκηνοθέτρια Βάνα Πεφάνη δαμάζει τον χρόνο, πλέκει αριστοτεχνικά στη σκηνή τα χρονικά άλματα μπρος- πίσω, δένει τα υλικά της σε ποίημα με την όποια δομή επιθυμεί ο θεατής. Αναγνωρίσιμη ή όχι από το σύνολο της αίθουσας, την παρασύρει, ωστόσο, σε συναισθηματική φόρτιση και το επίτευγμα είναι ότι η ζωντανή μουσική από τον πιανίστα και οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι τόσο δυνατά όργανα, ώστε μπορούμε να μιλήσουμε, δίχως υπερβολή, για μέθεξη.

Άλλωστε, λίγο προτού ο Θέσπις αποσπαστεί από το σώμα του διθυραμβικού χορού και μέσα από την έκσταση της λατρείας φορέσει τη μάσκα του υποκριτή, λίγο πριν το Άσμα μετουσιωθεί τελετουργικά σε Δράμα, θέατρο και ποίηση ήταν ένα. Όταν οι ραψωδοί απήγγελλαν στο κοινό τους λυρική ή επική ποίηση, εμπλουτίζοντας τον λόγο τους με λεκτικά ή εκφραστικά στοιχεία αυτοσχεδιασμού, ουσιαστικά έκαναν θέατρο εν αγνοία τους, μετατρέποντας το σώμα και τη φωνή τους σε φορέα Λόγου, τίποτα λιγότερο, δηλαδή, από ηθοποιούς που επιδίδονται σε θεατρικό διάλογο.

Στην παράσταση , τα παιδικά καμώματα, η τρέλα της ανωριμότητας, το παιχνίδι του ισχυρού με τον υποδεέστερο, αυτά που ταυτίζονται με την προσχολική ηλικία, αποδίδονται με ρεαλισμό και συγκράτηση της υπερβολής. Τα σώματα ενώνονται, ιδρώνουν, μάχονται, χωρίζουν, τα βλέμματα άλλοτε χαϊδεύουν κι άλλοτε πονάνε κι η τρυφερότητα δίνει τη θέση της στην αγανάκτηση και τον θυμό. Φρενήρεις ρυθμοί, έξοχη στάση και των δυο ερμηνευτών στη σκηνή και πολλή ένταση – τη λέμε και ενέργεια – στη σωματική απαγγελία, στον λεκτικό διάλογο, στις φλύαρες σιωπές, στα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα.

Η σπουδαία Πέμη Ζούνη, ονειρική οπτασία αλλά και γήινη μορφή, απλώνει τα εκφραστικά της μέσα στη σκηνή, μας κοιτάζει και μας αιχμαλωτίζει. Δακρύζει εκείνη κι εμείς σκουπίζουμε τα μάτια,    χαμογελάμε όταν εκείνη χαμογελά. Πλήρης παράδοση του κοινού σ’ αυτή τη μαγική κίνηση, στη σαγηνευτική φωνή, στην ηθοποιό που εμφανίζεται σαν αερικό, άδεια, αλλά σταδιακά γεμίζει, ξεχειλίζει, κι απλώνεται στην αίθουσα. Αντιλαμβάνεται άμεσα ο θεατής ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι προϊόν πολύχρονης δουλειάς. Εγώ πιστεύω ότι και οι έμπειροι υποκριτές, ασκούνται ξανά και ξανά πριν από κάθε παράσταση. Ακόμα και να ενσωματώσουν στον ρόλο την άσκηση. Το βλέπουμε μπροστά μας και το θαμάζουμε. Εξαιρετική απόδοση του ρόλου της αδικημένης και υπερταλαντούχας αδερφής του Μότσαρτ. Υποκλιθήκαμε στην αρτιότητα της ερμηνείας της.

Ο νεαρός Ελιο – Φοίβος Μπέικο, άξιος δίπλα στην πρωταγωνίστρια. Πληθωρικός σε όλες τις φάσεις τις βραχύβιας ζωής τού Αμαντέους, υπέροχη φωνή, εντυπωσιακή σκηνική παρουσία, καθοριστική χημεία με την Πέμη Ζούνη για την καθηλωτική παράσταση, έως το τέλος της.

Ο διακεκριμένος μουσικός Διονύσης Μαλλούχος, παίζει πιάνο, διεκπεραιώνει σωστά και τον ρόλο του πατέρα και του αφηγητή.

 Το εντυπωσιακό γυναικείο φόρεμα του 18ου αιώνα, το φιλοτέχνησε ο Γιωργος Λυντζέρης, ενώ την πρωτότυπη μουσική έγραψε ο Orestis.

 Πρόκειται, σαφώς, για μια παράσταση δωματίου, μια μορφή δραματουργίας που, ναι μεν περιορίζει τα σκηνικά μέσα, αναπτύσσει όμως την αμεσότητα. Η γραφή είναι εκλεπτυσμένη, συνοψίζεται στις κύριες συγκρούσεις και ενοποιείται χρησιμοποιώντας απλους κανόνες για να πέτυχει τον στόχο του. Δηλαδή, την ανάπτυξη πλήρους σημασίας του θέματος, χωρίς τεχνάσματα και εύκολους εντυπωσιασμούς.

Επίλογος

Πρέπει να σημειωθεί ότι, δυστυχώς, δε σώζεται κάποιά γνωστή σύνθεση της Μαρίας Άννας Μότσαρτ, αλλά διερευνάται αν κάποια από τα πρώτα άεργα του Amadeus είναι όντως δικά της και με κάποια – σκόπιμη ή όχι – σύγχυση στο πέρασμα του χρόνου, αποδόθηκαν στον διάσημο αδερφό της.

Παρά την αγάπη της για τη μουσική, η καριέρα της Maria Anna Mozart κόπηκε απότομα και ο κόσμος δεν μπόρεσε να απολαύσει το μεγάλο της ταλέντο, αλλά υπάρχει ένα αρχείο , ως κείμενο, για το τι μπόρεσε να κάνει στην εποχή της και ως εκ τούτου διέπρεψε. Σ’ αυτό το ιστορικό βασίστηκε και η συγκεκριμένη παράσταση.

Συντελεστές

ΚΕΙΜΕΝΟ
Μηνάς Βιντιάδης

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ-ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ-ΦΩΤΙΣΜΟΙ
Βάνα Πεφάνη

ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΣ
Ντέπυ Πάγκα

ΣΚΗΝΙΚΑ-ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ
Γιώργος Λυντζέρης

ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΗΧΟΙ
Orestis

ΚΙΝΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Κυριάκος Κοσμίδης

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Νταίζη Λεμπέση

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Γιώτα Εφρεμίδου

HAIR DESIGN
Κωνσταντίνος Σαββάκης

Με την Πέμη Ζούνη και τον Έλιο-Φοίβο Μπέικο

Στο πιάνο ο Διονύσης Μαλλούχος

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button