Πολιτισμός

Κ.Θ.Β.Ε. «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου

Πρόλογος

Η Αγγέλα είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής δραματουργίας.

Γράφτηκε στη Μόσχα το 1957, λίγα χρόνια μετά τον ελληνικό εμφύλιο κι ενώ είχε, ήδη, αρχίσει η περίοδος του ψυχρού πολέμου. Παίχτηκε τον επόμενο χρόνο στο θέατρο Βαχτάνγκωφ.

Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Τέχνης το 1964. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες κι έχει ανεβεί σε πολλά θέατρα της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Πρώτη παρουσίαση από το Κ.Θ.Β.Ε. στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, στο Δημοτικό Θέατρο, στις 27/03/1996. Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης.

Μια λαϊκή τραγωδία μεταξύ ποίησης και ρεαλισμού η «Αγγέλα», ανεβαίνει ξανά στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, είκοσι έξι χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή της, σε σκηνοθεσία – διασκευή Δημήτρη Μπίτου.

Υπόθεση

Δεκαετία του ’50. Η Αγγέλα, ένα ορφανό κορίτσι, έρχεται στην Αθήνα από το χωριό της στον άγνωστο κόσμο της πρωτεύουσας αναζητώντας δουλειά. Εκεί αντικαθιστά μια υπηρέτρια που έχει αυτοκτονήσει, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Στο σκοτεινό και ετερόκλητο πλήθος θα συναντήσει τις άλλες υπηρέτριες μιας πολυκατοικίας, θα αφουγκραστεί τους καημούς τους, θα ανακαλύψει τα μυστικά τους, θ’ αποκτήσει φίλους κι εχθρούς. Πολύ σύντομα, όμως, ο ερχομός του Λάμπρου, αδερφού της προκατόχου της, θα ανατρέψει κάθε ισορροπία, όταν η αγωνιώδης αναζήτησή του για τους πραγματικούς λόγους της αυτοχειρίας της πρώτης υπηρέτριας, θα φέρει όλους τους ήρωες αντιμέτωπους με τα ηθικά τους διλήμματα και θα τους αναγκάσει να επαναπροσδιορίσουν άποψη.

Αγγέλα και Λάμπρος μοιραία εμπλέκονται σ’ ένα επικίνδυνο αλλά και γοητευτικό ταξίδι προς την αλήθεια, τον έρωτα και τη ζωή, ένα ταξίδι που στην πορεία αποδεικνύεται εξίσου επώδυνο και ανατρεπτικό, με απρόβλεπτες συνέπειες για τους ίδιους και για όσους τους περιτριγυρίζουν.

Μνήμες της επαρχίας, σχέσεις, όνειρα αλλά και ένας μυστηριώδης θάνατος μπερδεύονται, με φόντο μια Ελλάδα τραυματισμένη από τον Εμφύλιο, όπου κυριαρχούν η φτώχεια, η εκμετάλλευση, η αστυνόμευση, το όνειρο της φυγής, η μετανάστευση στην Αμερική.

Ανάγνωση

Η Αγγέλα δεν είναι ένα δράμα για τις υπηρέτριες και τη μοίρα τους, αλλά ένα έργο που απομονώνει και φωτίζει τη λεπτομέρεια ενός μεγάλου πίνακα: την πραγματικότητα της δεκαετίας του ’50 με τις πληγές από το μετεμφυλιακό καθεστώς, των διώξεων και της αυθαιρεσίας να κακοφορμίζουν.

Ο συγγραφέας επιλέγει μια ομάδα απόκληρων, που υφίστανται έντονα την εκμετάλλευση και την καταπίεση, ενώ παράλληλα είναι ευάλωτοι στη διαφθορά. Ο μηχανισμός της ηθικής διάβρωσης και της διαφθοράς, που συντηρείται από τους ισχυρούς και τον κόσμο του χρήματος, κυριαρχεί δραματουργικά στο στήσιμο της πλοκής και οδηγεί στην αποκάλυψη της λειτουργίας του ίδιου του συστήματος.

Το έργο του Σεβαστίκογλου δεν καταγράφει απλώς τα περιστατικά, αλλά διερευνά τα αίτια πίσω από τα φαινόμενα, τα εντοπίζει και τα καταγγέλλει. Το σύστημα λειτουργεί ομαλά, όσο δε συμβαίνει κανένα απρόοπτο, όσο κανείς δεν αντιδρά, δε διαμαρτύρεται από φόβο, δειλία, από συμφέρον ή υπολογισμό. Και η αυτοκτονία της Τασίας είναι μια αντίδραση απελπισίας, που θα προκαλέσει την πρώτη ρωγμή. Στην πορεία του έργου το ενδιαφέρον επικεντρώνεται όχι τόσο στη λύση του μυστηρίου αλλά στα πρόσωπα και στην τοποθέτησή τους απέναντι στα περιστατικά. Το καθένα από αυτά, υπακούοντας στη δική του λογική, είναι υποχρεωμένο να εκδηλωθεί και να επαναπροσδιοριστεί. Ανανεώνεται διαρκώς και οξύνεται το ηθικό δίλημμα: αντίσταση ή υποχώρηση μπροστά στον κόσμο της σήψης και της διαφθοράς;

Ο συγγραφέας

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου ( 1913-1990) τροφοδότησε το νεοελληνικό θέατρο με σημαντικό συγγραφικό, μεταφραστικό, σκηνοθετικό και παιδαγωγικό έργο.

Πρέπει να μνημονεύει κανείς με ιδιαίτερο σεβασμό την περίπτωση του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Άνθρωπος ταγμένος στην Αριστερά και χρόνια εξόριστος, αγάπησε το θέατρο όσο λίγοι, το μετέφρασε, το σκηνοθέτησε, το δίδαξε. Ακαταπόνητος μελετητής, προχώρησε από νωρίς και στη συγγραφή, αν θυμηθεί κανείς το λυρικό πρωτόλειό του «Κωνσταντίνου και Ελένης» (1943), καθώς και το πολιτικό-ψυχολογικό «Θάνατος βασιλικού επιτρόπου». Από τα πολλά της πολυκύμαντης ζωής του σταχυολογώ: δίπλα στον Κουν, μετά με τους «Νέους» των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», κατόπιν στο θέατρο Βαχτάνγκωφ, αργότερα με τον Αντουάν Βιτέζ, στο θέατρο του Ιβρύ και στη Σορβόννη και, τέλος, μόνος με τον θεατρικό του οργανισμό «Πράξις» στο Παρίσι, μέχρι την επάνοδό του στην πατρίδα (1981) και τις μετρημένες εδώ σκηνοθεσίες του στη δεκαετία του ’80.

Σύντροφος της ζωής του από το 1945 υπήρξε η γνωστή συγγραφέας Άλκη Ζέη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Πέθανε στην Αθήνα το 1990.

Έγραψε τα θεατρικά έργα: «Κόκκινη Κλωστή Δεμένη», «Κωνσταντίνου και Ελένης», «Να λευτερώσουμε τους Αλυσωμένους», «Η Μαρούσω η Βαγγέλαινα», «Σε Μαρμαρένια Αλώνια», «Αγγέλα», «Ο Θάνατος Βασιλικού Επίτροπου».

Δάσκαλος του σκηνικού λόγου, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου εστιάζει με δεξιοτεχνία στον μικρόκοσμο, ζωγραφίζοντας την ίδια στιγμή τον κοινωνικό χάρτη μιας Ελλάδας αναγνωρίσιμης στις ζωντανές μας μνήμες ή στις παλιές οικογενειακές μας φωτογραφίες. Μετά από τρεις δεκαετίες στις σκηνές του εγχώριου θέατρου και του εξωτερικού, η «Αγγέλα» είναι, αναμφίβολα, μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της νεοελληνικής δραματουργίας.

Η παράσταση

Φορμαλιστική και ιδιαίτερης αισθητικής γραμμής παράσταση, δουλευμένη στη λεπτομέρεια της φόρμας που επέλεξε ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος. Το ζήτημα της Αισθητικής κυρίαρχο στη δομή της, εμφανές στη σκηνική εικαστική εγκατάσταση, στην ερμηνεία ηθοποιών με ρυθμούς Χορού αρχαίας τραγωδίας, στην επιβλητική μουσική, στα διασκευασμένα, μερικώς, ρεμπέτικα τραγούδια, στους καίριους και υποβλητικούς φωτισμούς, στην εναρμόνιση του εξαιρετικού ensemble του Κ.Θ.Β.Ε.

Πρώτος ο Πλάτωνας εισήγαγε την ιδέα της φόρμας. Η μορφή ήταν το μόνο κοινό στοιχείο και στα αισθητά και στα νοητά. Η σκέψη του Πλάτωνα αποτέλεσε τη βάση της Αισθητικής – της μελέτης του Ωραίου. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η κάθαρση μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν το ίδιο το έργο κυριαρχείται από τη φόρμα του. Ο Ιμμάνουελ Καντ, από την άλλη, ενδιαφερόταν, κυρίως, για την έννοια της καθολικότητας. Τρία στοιχεία που ο έμπειρος θεατής αναγνωρίζει, από την είσοδο ακόμη, στο Μικρό της Μονής Λακαριστών.

Όπως λέγει και ο καθηγητής θεατρολογίας Νικηφόρος Παπανδρέου: «η όποια αποτελεσματικότητα, ψυχολογική ή πολιτική της θεατρικής δημιουργίας, εξαρτάται από την αισθητική της καταξίωση. Αν η σχέση μας με μια θεατρική παράσταση διαφέρει από τη σχέση μας με ένα εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας ή ψυχολογίας, είναι γιατί το θέατρο, όπως κάθε τέχνη, μας προσφέρει απόλαυση, την απόλαυση που μας δίνει κάθε φορά το σοκ της επαφής μας με την ομορφιά. Η καλλιτεχνική εμπειρία είναι απολαυστική. Άλλωστε, οι μορφές, η φόρμα, δεν είναι απλό περίβλημα. Η φόρμα δεν είναι ποτέ ανώδυνη. Στο θέατρο ο τύπος είναι η ουσία.

Μια διάταξη «κέρινων ομοιωμάτων» μας υποδέχεται στην αίθουσα του «Μικρού» της Μονής Λαζαριστών. Αγάλματα που δίνουν στίγμα της φορμαλιστικής αισθητικής της παράστασης, πλαγγόνες που, ευθύς, ζωντανεύουν για να ξετυλίξουν μια μαγική ιστορία διαπροσωπικών σχέσεων και πικρών καταστάσεων με ελάχιστα ψήγματα χαράς, μια θαυμαστή πλέξη, επί της ουσίας, μύθου και πραγματικότητας. Από τη βουβή βιτρίνα στον ζωντανό στίβο δράσης.

Δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής μια πλατφόρμα δεμένη με σύρματα ακροβασίας, άλλοτε ως ταράτσα πολυκατοικίας- τόπος συνάντησης υπηρετριών – άλλοτε εξομολογητήριο, αλλά και πεδίο βολής φαρμακερών βελών από ταξικές κοινωνικές μερίδες σε επιλεγμένους στόχους. Ταυτόχρονα, είναι ένας Γολγοθάς για πληγωμένες ψυχές κι ένα πατητήρι παθών και πόθων, ώσπου το απόσταγμα να ρέει στην πλατεία και να γίνεται «θεία» κοινωνία. (σκηνικά – κοστούμια Νέλλη Σφακιανάκη).

Ο Δημήτρης Μπίτος αφαιρεί αυτόματα τα σύνορα της χώρας, δίνει στο έργο του Σεβαστίκογλου οικουμενικότητα και δαμάζει τον χρόνο. Η δράση γίνεται άχρονη, αλλά ουσιώδης. Αξιόλογη πρόταση. Καινοτόμα και άκρως ενδιαφέρουσα.

Το ηθικό δίλημμα ορίζει τον κύριο δραματικό άξονα του έργου, ωστόσο, η ρύθμιση των προσώπων γύρω από τον άξονα αυτόν είναι περίπλοκη. Οι χαρακτήρες είναι αντιφατικοί, ο καθένας με τις δικές του καταβολές και αδυναμίες, τα πάθη και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις, συμβιβασμένοι και αγανακτισμένοι, ενδοτικοί και ανένδοτοι. Όμως, στην παράσταση όλοι αυτοί οι τύποι αλληλοσυμπληρώνονται σ’ ένα ενιαίο σύνολο ανθρώπων, που δρα μέσα κι έξω από τη σύμβαση που ορίζει ο σκηνικός χώρος. Με εξαιρετικό τρόπο. Σωματική κίνηση αδιάκοπη, πολυφωνία, αριστοτεχνική λεκτική σκυταλοδρομία και μεμονωμένες έξοχες σκηνές, όπως αυτή που, σαν τον γητευτή Ορφέα μελωδό, ο ήχος του πιάνου συγκεντρώνει γύρω του τα ζωάκια του σκότους ή η συναρπαστική σκηνή του νυχτερινού ραντεβού Λάμπρου- Αγγέλας στην πλατφόρμα – ταράτσα, που καθηλώνει το κοινό.

Η δυάδα Γιάννης Καραμφίλης και Νάντια Παυλίδου στο μπουζούκι, την κιθάρα και το τραγούδι, καθορίζει σημεία δράσης, συγκινεί και φέρνει εικόνες της μαυρόασπρης εποχής στο σήμερα. Σημαντική συμμετοχή, ευφυής σύζευξη από τη σκηνοθεσία.

Ο Στράτος (Ιορδάνης Αϊβάζογλου), ο άνθρωπος που ελέγχει το κύκλωμα, ο συνδετικός κρίκος του υποκόσμου με την εξουσία, έχει δίπλα του την υποτακτική του Γεωργία (Μελίνα Αποστολίδου), που είναι θύτης και θύμα μαζί, με την τυφλή της εξάρτηση από τον εραστή της.

Θύμα, επίσης, που φέρει ακέραια την ευθύνη της επιλογής της είναι η Νέρα (Ζωή Ευθυμίου), το ίδιο και η Άννα (Ελένη Μιχαηλίδου), η οποία στον απελπισμένο αγώνα για επιβίωση εκβιάζει κι εκμεταλλεύεται τη σύγχυση και προσπαθεί να επωφεληθεί.

Πολύ ακριβά, θυσιάζοντας το σπλάχνο της, θα πληρώσει η ανέμελη Φανή (Θεοδώρα- Έλλη Αθανασοπούλου) την αυθόρμητη αντίθεσή της στη σπείρα των εκμαυλιστών.

Εντυπωσιακή φιγούρα «Τζόκερ» ο Θοδωρής Πολυζώνης, βγαλμένος θαρρείς από τον «άνθρωπο που γελάει» του Ουγκώ, ακκίζεται σε slow motion ρυθμό και παριστάνει χαρακτήρες πολυδιάστατους. Από αφηγητής, γίνεται σερβιτόρος, σύζυγος, Ειβαλάς.

Ωστόσο, η επιχείρηση θα σκοντάψει, κυρίως, στην αντίσταση του Λάμπρου και της Αγγέλας, μια κίνηση που θα υποχρεώσει τα όργανα του μηχανισμού να δείξουν το αληθινό τους πρόσωπο, ν’ αποκαλύψουν τις διασυνδέσεις που διατηρούν με την εξουσία, απ’ όπου αντλούν και τη δύναμή τους ή εξασφαλίζουν την ατιμωρησία τους. Και οι δυο χαρακτήρες, της πονεμένης ηρωίδας και του αγαπημένου της, δεν είναι εξαρχής δεδομένοι. Φτιάχνονται μέσα στη δοκιμασία, ενώ σιγά- σιγά στήνεται και ορθώνεται το ηθικό τους ανάστημα.

Το έργο χαρακτηρίστηκε κατά καιρούς υπερεκτιμημένο, εξαιτίας της αριστερής ιδεολογικής τοποθέτησης του συγγραφέα και της δύσκολης εποχής στην οποία αναφέρεται. Ακόμα, υπάρχουν πολλές ελλείψεις στη δομή του. Όλη η δράση και οι ήρωες κινούνται στη δεκαετία του ’50, αλλά μόνο στον δρόμο των αριστερών. Φτωχοί, πλην τίμιοι άνθρωποι απέναντι στον υπόκοσμο και στο σύστημα που κυβερνά, ενώ κυριαρχεί το κλισέ «αγνά δουλικά – μοχθηρές κυρίες». Απόψεις, που κυκλοφορούν και σήμερα.

Όμως, η φρέσκια παράσταση που ανεβάζει το Κ.Θ.Β.Ε είναι πολύ ανώτερη από το ίδιο το έργο. Μια θαυμάσια «αναπαλαίωση» ξεφτισμένου οικοδομήματος, όπου δεν είναι απλώς η αισθητική ή η ηθική δύναμη που μεταφέρεται στον θεατή, αλλά η αυθεντική ποίηση που ο Δημήτρης Μπίτος έχει προσδώσει. Ο Σεβαστίκογλου έβαλε στην «Αγγέλα» τις ελπίδες του για έναν κόσμο καλύτερο. Έπλασε μια ηρωίδα – πεισματάρα «Αντιγόνη», που, εδώ, αντί να θάψει τον αδερφό της, αψηφώντας τη διαταγή της πολιτείας, τον ζωντανεύει στο πρόσωπο του «Λάμπρου», αψηφώντας και πάλι τη διαταγή της πολιτείας, για να πάει τον κόσμο – κόντρα σε όλους και όλα τα ισχύοντα στην εποχή- ένα βήμα μπροστά.

Το Κ.Θ.Β.Ε. τοποθέτησε με την «Αγγέλα», για άλλη μια φορά, ψηλά τον πήχη. Το έργο του Σεβαστίκογλου απαιτεί βαθύτατη και όχι επιφανειακή γνώση της ελληνικής εμφυλιακής και μετεμφυλιακής ιστορίας και κοινωνίας. Των αξιών και των ηθών, των αγώνων, των πόθων και των παθών του λαού μας. Ακόμη, απαιτεί και την άριστη γνώση της μορφολογίας και θεματολογίας που «εισήγαγε» η «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου στη μεταπολεμική δραματουργία και στη θεατρική τέχνη. Έργο απόλυτα πολιτικοκοινωνικό. Απόλυτης, έως σκληρής, ρεαλιστικής ακρίβειας και αλήθειας. Ο πολιτιστικός φορέας πέτυχε μια παράσταση προσεγμένη στη λεπτομέρεια, με ρυθμούς και τόνους μαυρόασπρης κινηματογραφικής ταινίας – κειμήλιο, νοσταλγικής αισθητικής. Πέτυχε να δώσει ένα δημιούργημα τέχνης.

Άλλωστε, ένα τωρινό ανέβασμα πρέπει να αντιμετωπίσει το δίλημμα ανάμεσα στη γοητεία που ασκεί το παλιό υλικό και στην ανάγκη ρεαλιστικής αμεσότητας που επιβάλλει το έργο.

Η Νάντια Παυλίδου παίζει κιθάρα, ο Γιάννης Καραμφίλης παίζει μπουζούκι και οι δύο τραγουδάνε ζωντανά στη σκηνή, την οποία φωτίζει τεχνηέντως ο Νύσος Βασιλόπουλος, ενώ τα μινιμαλιστικά σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει η Νέλλη Σφακιανάκη.

Βέβαια, ας μη γελιόμαστε. Όλα πια στην «Αγγέλα» είναι λίγο έως αρκετά «παλιά»: πρωτίστως η γλώσσα, επίσης τα κοινωνικά προβλήματα, η -μετεξελιγμένη- μοίρα αστικής και εργατικής τάξης, οι ψυχολογίες, τα μοντέλα ζωής και συγκρούσεων. Έτσι, για να υπηρετηθεί σωστά ένα τέτοιο υλικό, δε φθάνουν οι ορθές οδηγίες, απαιτούνται και έμπειροι ηθοποιοί για να αναπαραστήσουν πειστικά μια εποχή περασμένη, μαζί με τα ήθη της. Η παράσταση διαθέτει νέους και παλιούς ηθοποιούς, αφοσιωμένους αλλά και άτεχνους, ορμητικούς αλλά και κατά περίπτωση υπερβολικούς, μέσα στην περίσταση, αλλά όχι πάντα και μέσα στη γενική συνθήκη. Ωστόσο, αναγνωρίζω- όπως πάντα – ότι οι ηθοποιοί μεταφέρουν έντονα τον τελειοθηρικό μόχθο που καταβάλουν, για να επιτύχουν ερμηνευτική συνοχή και ποιότητα, όχι τελειότητα.

Η Ιωάννα Παγιατάκη ερμηνεύει δυναμικά την Αγγέλα ( είχε παίξει και στην παράσταση του Τάσου Μπαντή το 1998), αντιπροσωπευτικότερη στο γνήσιο αίσθημά της, ενώ ο νεαρός Νικόλαος Δροσόπουλος, υποδειγματικά υποδύεται τον Λάμπρο, ένα στιβαρό πρότυπο αρσενικού ανδροκρατούμενης εποχής.

Όλοι οι συντελεστές αξίζουν επαίνους. Είναι τόσο ολοκληρωμένη η άποψη, που το κοινό την επιβραβεύει με θερμό χειροκρότημα.

Επίλογος

Ένα βίαιο παραμύθι ενηλικίωσης, ξετυλίγεται ανάμεσα στις αντιθέσεις…

Όνειρα που συνθλίβονται στην πραγματικότητα…

αλήθειες που βυθίζονται στα ψέματα…

κραυγές που πνίγονται στη σιωπή,

μνήμες που παρασύρονται στη λήθη…

και μια αναγκαία αντίσταση που παλεύει με την υποταγή, στο γνωστότερο και πιο πολυπαιγμένο έργο του Σεβαστίκογλου. Γραμμένη το 1957 στη Μόσχα και με εκλεκτικές συγγένειες προς την «Αυλή των θαυμάτων» και την «Έβδομη μέρα της δημιουργίας» του Καμπανέλλη, με εμφανείς επιρροές Τσέχωφ και Λόρκα και σε ζουμερή λαϊκή γλώσσα, έγινε σύμβολο μιας εποχής.

Η πρόταση του Κ.Θ.Β.Ε. με την υπογραφή Δημήτρη Μπίτου είναι, πιστέψτε με, ισχυρή πρόκληση για να δείτε την παράσταση στο «Μικρό» της Μονής Λαζαριστών.

Συντελεστές

Δραματουργική επεξεργασία- Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπίτος

Σκηνικά- Κοστούμια: Νέλλη Σφακιανάκη

Φωτισμοί: Νύσος Βασιλόπουλος

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Μεντεκίδου

Βοηθός Σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Χριστίνα Θαλασσά

Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη

Παίζουν οι ηθοποιοί: Θεοδώρα – Έλλη Αθανασοπούλου (Φανή), Ιορδάνης Αϊβάζογλου (Στράτος), Μελίνα Αποστολίδου (Γεωργία), Νικόλαος Δροσόπουλος (Λάμπρος), Ζωή Ευθυμίου (Νέρα), Γιάννης Καραμφίλης (Μουσικός- Εϊβαλάδες), Ελένη Μιχαηλίδου (Άννα), Ιωάννα Παγιατάκη (Αγγέλα), Θοδωρής Πολυζώνης (Μένιος)

Μουσικοί επί σκηνής: Γιάννης Καραμφίλης (Μπουζούκι, φωνή), Νάντια Παυλίδου (Κιθάρα, φωνή)

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button