Η πολυσυζητημένη «Ορέστεια», σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου, στο 67ο Φεστιβάλ Φιλίππων!
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Θαρρείς, είναι ιστορία τρόμου γεμάτη μίση, εκδίκηση, φονικά, αίμα. Με έντονη δράση, σασπένς και συναισθηματικές εκρήξεις. Η «Ορέστεια» του Αισχύλου, η μοναδική σωζόμενη αρχαία τριλογία από την κλασική αθηναϊκή δραματουργία που πρωτοπαρουσιάστηκε το 458 π.Χ., αποτελείται από τις τραγωδίες «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες».
Η αφήγηση για τα πάθη του οίκου των Ατρειδών ξεκινάει από τη θυσία της Ιφιγένειας στον «Αγαμέμνονα». Αυτή ορίζει το έργο ψυχικά, δραστικά, ποιητικά. Έχουμε την επιστροφή του βασιλιά Αγαμέμνονα και τη δολοφονία του από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα, η οποία περίμενε 10 χρόνια την επιστροφή του και είχε λόγους να διαπράξει το έγκλημα.
Για τη σκηνοθεσία και τη διασκευή από τον δάσκαλο Θόδωρο Τερζόπουλο, η Κλυταιμνήστρα δεν είναι ούτε άντρας ούτε γυναίκα, αλλά ένα πλάσμα που άφησε τη μήτρα του στην Αυλίδα. Από τη στιγμή που της πήραν την Ιφιγένεια δεν είναι η ίδια. Υιοθετεί χαρακτηριστικά του κυρίαρχου φύλου, για να επιβιώσει σε μια πατριαρχική συνθήκη και με εμμονή περιμένει να εκδικηθεί τη θυσία του παιδιού της. Η μετάλλαξή της επηρεάζει την αφήγηση και τη δράση. Το βασικό δίπολο της ιστορίας είναι η σύγκρουσή της με τον Χορό.
Οι «Χοηφόροι» συμπυκνώνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της δράσης της τριλογίας. Είμαστε δέκα χρόνια μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα, σε μια ηλεκτρισμένη κατάσταση αναμονής. Ο παλιός κόσμος, όπως τον γνώρισαν οι ήρωες, έφτασε σε τέλμα και πρέπει κάτι να συμβεί.
Το έργο ξεκινάει με την επιστροφή του Ορέστη, που όλοι τον περιμένουν ως εκδικητή για τον φόνο του πατέρα του, αλλά και για να βάλει ένα τέλος στον φαύλο κύκλο του αίματος. Θα κόψει τον ομφάλιο λώρο με το παρελθόν, διαπράττοντας το πιο δύσκολο έγκλημα, αυτό της μητέρας του. Είναι ο άνθρωπος που θα φέρει το καινούργιο.
Το τρίτο μέρος της αισχύλειας τραγωδίας είναι οι «Ευμενίδες». Εδώ βρίσκουμε πολλές καινοτομίες. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ενότητα του χώρου ούτε του χρόνου. Από τους Δελφούς βρισκόμαστε ξαφνικά στην Αθήνα, αλλά δεν ξέρουμε πόσα χρόνια μεσολάβησαν. Έχουμε την καταδίωξη του Ορέστη από τις Ερινύες και τη διαδικασία που θα χρειαστεί για να εξευμενιστούν, αθωώνοντας το έγκλημά του.
Η λύση δίνεται στον Άρειο Πάγο, στο δικαστήριο των Αθηνών. Ορέστης και Ερινύες υπερασπίζονται τις θέσεις τους. Με την ψήφο της Αθηνάς κηρύσσεται αθώος. Η δίκη των θεών γίνεται δικαιοσύνη των ανθρώπων.
Το έργο δείχνει πώς διαχειρίζεται κάποιος το πολιτικό, προσωπικό και γενεαλογικό παρελθόν του. Όταν ο Ορέστης αθωώνεται και δίνει όρκο στην πόλη της Αθήνας, δε μιλάει για τον εαυτό του αλλά και για τους προγόνους και τους απογόνους. Οι Ερινύες έχουν καταχωρισθεί στη συνείδησή μας σαν κάτι κακό, αλλά εδώ είναι οι πρωταγωνίστριες. Πρεσβεύουν το παλιό δίκαιο, αλλά συγχρόνως είναι αδέκαστες και ακριβοδίκαιες.
Ο μύθος των Ατρειδών, της καταραμένης γενιάς, που βρέθηκε στο κέντρο των ιστορικών εξελίξεων του αρχαϊκού κόσμου, ήταν θέμα πολύ αγαπητό στην ποίηση των αρχαίων.
Ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης Θόδωρος Τερζόπουλος δουλεύει σε βάθος, έως τον πυρήνα του μύθου, και δημιουργεί μια παράσταση σ’ ένα έργο απ’ όλες τις πλευρές κομβικό, γιατί με συμβολικό τρόπο διαπραγματεύεται ιδέες, αξίες, θεσμούς, επινοήσεις και δόγματα, σε βαθμό που να θεωρείται επάξια ως κιβωτός της μεγάλης εκείνης στιγμής της ανθρώπινης συνείδησης.
Αυτός ο κόσμος ανήκει και για τον ποιητή και για τον θεατή σε ένα απώτερο ιστορικό παρελθόν, ενώ οι μορφές που αντιπροσωπεύουν αρχέτυπα σύμβολα είναι καθολικές, αδρές, όχι ειδικές ή εξατομικευμένες περιπτώσεις. Διατηρούν έτσι όλο το μεγαλείο τους. Φόνοι, εκδίκηση, συνομωσίες, επερχόμενη τιμωρία, συνθέτουν την πλοκή του όλου δράματος στη διάρκεια των διακοσίων λεπτών που διαρκεί αυτή η μεγαλειώδης παράσταση.
Ένας φόνος μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και τιμωρείται. Ατρέας, Ιφιγένεια, Αγαμέμνονας, Κλυταιμήστρα, Ορέστης. Μια αλυσίδα εγκλημάτων, που το ένα ακολουθεί το άλλο, σαν αποτέλεσμα του πρώτου.
Ο μέγιστος σκηνοθέτης με διεθνή καταξίωση Θόδωρος Τερζόπουλος, στην πρώτη του συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο, δραματοποιεί τη μετεξέλιξη της έννοιας της Δικαιοσύνης από την κυριαρχία του θεϊκού δικαίου (θεοκρισία) στη νομιμοποίηση του ανθρώπινου δικαίου, από ένα δικαστήριο θνητών. Εξετάζει, επίσης, την πορεία του ανθρώπου από την αυτοδικία στη θεσμοθετημένη Δίκη, θεωρώντας την ως τον μοναδικό τρόπο επιτυχούς διευθέτησης των ανθρώπινων σχέσεων. Έτσι, το έργο θέτει τις προϋποθέσεις της ευημερίας της πόλης και της κοινωνικής ειρήνης, που είναι ο σεβασμός στη Δίκη με την ευρεία έννοια.
Τα πρόσωπα του δράματος αποτυπώνουν με τα πάθη τους τα στάδια αυτής της διαδικασίας, διαγράφοντας ταυτόχρονα την οδυνηρή πορεία προς την τελική γνώση.
Στον «Αγαμέμνονα» και στους «Χοηφόρους» επικρατεί η λογική της ανταπόδοσης, της εκδίκησης και της αυτοδικίας. Η Κλυταιμνήστρα σκοτώνει τον άντρα της, τον Αγαμέμνονα, εκδικούμενη για τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας, ο Ορέστης στους Χοηφόρους σκοτώνει τη μητέρα του εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του.
Στις «Ευμενίδες» η παρέμβαση της Αθηνάς, όχι απλώς κλείνει τον κύκλο του αίματος, αλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επικράτηση της έννομης τάξης, του κράτους δικαίου και της κοινωνικής ειρήνης.
Η βία δίνει τη θέση της στην Πειθώ, η αντεκδίκηση στη Δικαιοσύνη. Ο Άρειος Πάγος αναγορεύεται σε κορυφαίο δημοκρατικό θεσμό, φράγμα στην αδικία, στη βία, στην αναρχία και η απονομή της Δικαιοσύνης, είναι πράξη ανθρώπινης ευθύνης.
Στην παράσταση του «αρχιτέκτονα» Θόδωρου Τερζόπουλου μάχονται δύο αντιλήψεις περί δικαίου: Το αρχαίο δίκαιο
και το νέο. Το αρχαίο είναι αυτό που εκπροσωπείται από τις Ερινύες, τις πανάρχαιες χθόνιες θεότητες, και από την κληρονομική «Αρά». Πρόκειται για ένα δίκαιο που βασίζεται στον τυφλό νόμο της εκδίκησης και απαιτεί νέο αίμα για εκείνο που χύθηκε.
«Ο Αισχύλος κατασκευάζει, χτίζει, με την ιστορία των Ατρειδών ένα έργο που θα μείνει στην ιστορία, σαν μνημείο άφταστης μεγαλοσύνης του ανθρώπινου πνεύματος πέρα όμως απ’ αυτό εκπονεί, θα λέγαμε, το ανθρωπολογικό πρόγραμμα της Δύσης»
Ο Αισχύλος κατασκευάζει, χτίζει με την ιστορία των Ατρειδών ένα έργο που Μένει στην Ιστορία, σαν μνημείο άφταστης μεγαλοσύνης του ανθρώπινου πνεύματος. Πέρα όμως απ’ αυτό, εκπονεί, θα λέγαμε, το ανθρωπολογικό πρόγραμμα της Δύσης, έτσι όπως μας το πρόσφερε η μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου κι έτσι όπως αναπαρίσταται στο αρχαίο κατάμεστο θέατρο των Φιλίππων, σ’ ένα σκηνικό που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης κι έτσι όπως το φωτίζει ο ίδιος..
Μια γυμνή ξύλινη κυκλική πλατφόρμα σκεπάζει όλο το εύρος της ορχήστρας , χωρισμένη σε τεταρτημόρια. Πίσω της ανοικτή η είσοδος στο ανάκτορο. Απλή, σιδερένια, διαβρωμένη. Περιμετρικά της ορχήστρας, μια στοίβα με ματωμένα σεντόνια, για να χρησιμοποιηθούν με διάφορους τρόπους, από την αρχή ως το τέλος.
Με αναμμένα ακόμη τα φώτα, η παράσταση ξεκινά με τον φύλακα ( Τάσος Δήμας) να ταλανίζεται από σμήνη μυγών. Σαφώς, δάνειο από την «Οδύσσεια της Ελευθερίας» του Σαρτρ, όπου το 1943 ο Γάλλος φιλόσοφος εμπνεύστηκε από τον ελληνικό μύθο των Ατρειδών και αναπτύσσει μία φιλοσοφική αντίληψη της τραγωδίας με υπαρξιστικά στοιχεία.
Ακολουθεί η είσοδος του Χορού, που σκλαβώνει από το πρώτο λεπτό το κοινό και το κρατά ως το φινάλε δέσμιο στις κινήσεις του, στον λόγο του, στα εικαστικής ομορφιάς σχήματά του, στο σωματικό, τελετουργικό εκστατικό βάδισμά του, στη φορμαλιστική απόδοση, που εδώ και χρόνια διδάσκει ο παγκόσμιας αναγνώρισης σκηνοθέτης.
Αυτή η φόρμα δικαιολογεί και το ύφος της παράστασης, δικαιολογεί τον βερμπαλιστικό, ίσως, τρόπο ερμηνείας του Σάββα Στρούμπου στον ρόλο του Αγαμέμνονα και της Σοφίας Χίλλ σ’ αυτόν της Κλυταιμνήστρας, αλαζόνες και δυο, εμφορούμενοι από την έπαρση της εξουσίας τους.
Έξοχη η σκηνή της υποδοχής του Αγαμέμνονα, καθώς στρώνεται το κόκκινο χαλί και στεφανώνεται η άφιξη από την πρωτότυπη μουσική του Παναγιώτη Βελιανίτη, ενώ το ματωμένο ύφασμα «κοσμεί» τα σώματα – πτώματα των νεκρών στρατιωτών.
Υπερταλαντούχοι οι ηθοποιοί που συγκροτούν τον σπουδαίο Χορό, αυτόν τον σκληρά δουλεμένο Χορό, αυτές τις δυνάμεις – καθόλου εξατομικευμένες ή αφηρημένες – που δρούνε και στα τρία μέρη ως πρόσωπα ομοιογενούς ομάδας, εκφράζοντας τα αισθήματα άλλοτε με επική υπόσταση κι άλλοτε με λυρική ορμή, πάντα όμως, με εξαίσια σωματική κίνηση.
Έτσι, πραγματοποιούν μια εκπληκτική σύνθεση μεταξύ ποίησης, μουσικής, άσκησης, πιστοποιώντας ως αληθή τον ορισμό της χορείας: απόλυτη ισότητα της σωματικής γλώσσας, ώστε η τεχνική τους να συγκεκριμενοποιεί στον θεατή, έναν άλλον θεατή -κριτή της δράσης, ικανό να σχολιάσει, δηλαδή έναν «ιδανικό θεατή».
Ανυψούμενος αυτός ο εικοσαμελής Χορός πάνω από το κείμενο των δραματικών προσώπων, υποκαθιστά τον βαθύτερο λόγο του συγγραφέα, εξασφαλίζει το πέρασμα από το ειδικό στο γενικό, μεγεθύνει τις τρεις ιστορίες σε ένα ανυπέρβλητο επίπεδο, πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα της θεατρικής τέχνης για ανακάλυψη, ενδοσκόπηση, ίσως και γενίκευση.
Επιβάλλεται η αναφορά σ’ αυτούς: Μπάμπης Αλεφάντης, Ναταλία Γεωργοσοπούλου, Κατερίνα Δημάτη, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Ελλη Ιγγλίζ, Βασιλίνα Κατερίνη, Θάνος Μαγκλάρας, Ελπινίκη Μαραπίδη, Αννα Μαρκά Μπονισέλ, Λυγερή Μητροπούλου, Ρόζυ Μονάκη, Ασπασία Μπατατόλη, Νίκος Ντάσης, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Σταύρος Παπαδόπουλος, Μυρτώ Ροζάκη, Γιάννης Σανιδάς, Αλέξανδρος Τούντας, Κατερίνα Χιλλ, Μιχάλης Ψαλίδας.
Η Κασσάνδρα της μοναδικής ‘Εβελυν Ασουάντ, είναι μια μεγάλη αποκάλυψη για το ευρύ κοινό. Φορτίζει συναισθηματικά το κοίλο με την υπέροχη φωνή της στο μοιρολόι και στο αραβόφωνο τραγούδι της. Ανατριχιαστική ερμηνεία.
Ξεχωριστός και ο Αίγισθος του Δαυίδ Μαλτέζε, θεϊκή, δεσποτική η εξαίρετη Αγλαΐα Παππά ως Αθηνά, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες, ισοδύναμοι και στα τρία μέρη. Στους «Χοηφόρους» το μπλε αντικαθιστά το κόκκινο του «Αγαμέμνονα», αλλά η εικαστική υπεροχή υπερκεράζει πολλές φορές τη δράση. Ωστόσο, παραμένει συγκινητική η στιγμή της αναγνώρισης του Ορέστη (Κώστας Κοντογεωργόπουλος) με την Ηλέκτρα (Νιόβη Χαραλάμπους), στο γνωστό ύφος της υπερβολικής εκφοράς του λόγου.
Οι Ερινύες μετατρέπονται σε Ευμενίδες – συγγραφέως επιτρέποντος- ο σημαντικός σκηνοθέτης και δραματουργός Θόδωρος Τερζόπουλος επισημαίνει την ιστορική στιγμή, αλλά αμφιβάλλει για την εφαρμογή των αποφάσεων και τη λειτουργία των θεσμών στη διάρκεια του χρόνου, ενώ αμέσως μετά το τέλος του μονολόγου της Αθηνάς και μετά την τακτοποίηση των θεσμικών εκκρεμοτήτων, δηλώνεται ευθέως ότι η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη πάσχουν, χωλαίνουν.
Στη μέση της ορχήστρας είναι ένα νεαρός, τυλιγμένος στα ματωμένα σεντόνια και από τα μεγάφωνα αρχίζουν ν’ ακούγονται ήχοι βομβαρδισμών, πυροβολισμών ενός πολέμου, και φράσεις που αναφέρονται σε διάφορα εμπόλεμα σημεία του κόσμου, με έμφαση στη Γάζα, σε αμερικανικούς διαλόγους και συνθήματα, για άλλους μη αποδεκτά “ κλισαρισμένα” τοπία διαμαρτυρίας και γι’ άλλους εύστοχη στηλίτευση σημερινής αιμοσταγούς πολιτικής δυνάμεων.
Οπότε, κατά τον σκηνοθέτη, έτσι στιγματίζεται η διαχρονικότητα του έργου, έτσι υπηρετείται από όλους τους συντελεστές το όραμα του σκηνοθέτη και δραματουργού Θόδωρου Τερζόπουλου, σ’ αυτό το πολύωρο θεατρικό επίτευγμα, που ο κόσμος ανταμείβει με παρατεταμένο χειροκρότημα και επευφημίες στο φινάλε.
Η «Ορέστεια» του Αισχύλου έχει παρουσιαστεί από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο πέντε φορές μέχρι σήμερα: το 1954 και το 1959 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, το 1972 σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, το 2001 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου και το 2019 με την Ιώ Βουλγαράκη, τη Λίλλυ Μελεμέ και τη Γεωργία Μαυραγάνη, που σκηνοθέτησαν τα έργα Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες αντίστοιχα, στην πρώτη τους σκηνοθετική παρουσία στην Επίδαυρο.
Η φετινή παράσταση της «Ορέστειας», σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, χαρακτηρίζεται από το κοινό, ως «το πολιτιστικό γεγονός του καλοκαιριού»!
Θα το κρατήσει η μνήμη μας στα πολύτιμα, τα ξεχωριστά, που δεν μπορεί να τα αλλοιώσει ο χρόνος.
Συντελεστές
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου.
Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Θεόδωρος Τερζόπουλος.
Συνεργάτης σκηνοθέτης: Σάββας Στρούμπος.
Σκηνικά – Κοστούμια – Φωτισμοί: Θεόδωρος Τερζόπουλος.
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Παναγιώτης Βελιανίτης.
Σύμβουλος δραματολόγος: Μαρία Σικιτάνο.
Δραματολόγος παράστασης: Ειρήνη Μουντράκη.
Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Πατητή.
Συνεργάτης σκηνογράφου: Σωκράτης Παπαδόπουλος.
Συνεργάτιδα ενδυματολόγου: Παναγιώτα Κοκκορού.
Συνεργάτης φωτιστή: Κωνσταντίνος Μπεθάνης.
Καλλιτεχνική συνεργάτιδα: Μαρία Βογιατζή.
Παίζουν: Έβελυν Ασουάντ (Κασσάνδρα), Τάσος Δήμας (Φύλακας/Προπομπός), Κωνσταντίνος Ζωγράφος (Πυλάδης), Ελλη Ιγγλίζ (Τροφός), Κώστας Κοντογεωργόπουλος (Ορέστης), Δαυίδ Μαλτέζε (Αίγισθος), Αννα Μαρκά Μπονισέλ (Προφήτις), Νίκος Ντάσης (Απόλλων), Ντίνος Παπαγεωργίου (Κήρυκας), Αγλαΐα Παππά (Αθηνά), Σάββας Στρούμπος (Αγαμέμνων), Αλέξανδρος Τούντας (Οικέτης), Νιόβη Χαραλάμπους (Ηλέκτρα), Σοφία Χιλλ (Κλυταιμνήστρα/Το Είδωλον της Κλυταιμνήστρας).
Χορός: Μπάμπης Αλεφάντης, Ναταλία Γεωργοσοπούλου, Κατερίνα Δημάτη, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Πύρρος Θεοφανόπουλος, Ελλη Ιγγλίζ, Βασιλίνα Κατερίνη, Θάνος Μαγκλάρας, Ελπινίκη Μαραπίδη, Αννα Μαρκά Μπονισέλ, Λυγερή Μητροπούλου, Ρόζυ Μονάκη, Ασπασία Μπατατόλη, Νίκος Ντάσης, Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος, Σταύρος Παπαδόπουλος, Μυρτώ Ροζάκη, Γιάννης Σανιδάς, Αλέξανδρος Τούντας, Κατερίνα Χιλλ, Μιχάλης Ψαλίδας.
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ