«Η Γίδα» του Έντουαρντ Άλμπι στο «Artbox Fargani»
Συμπαραγωγή ΚΘΒΕ με την «Πολιτεία Πολιτισμού»
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Η πάλαι ποτέ αρτ -φωλιά του κινηματογράφου «ΦΑΡΓΚΑΝΗ» σήκωσε και πάλι θεατρική αυλαία και, πλέον, ως «Artbox Fargani», μοιράζεται με τους θεατές την ατμόσφαιρα ενός καινούργιου εγχειρήματος, μιας νέας πολιτιστικής τροφής στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο χώρος επαναλειτουργεί, υποδέχεται θεατρικά σχήματα, ανεβάζει τον πήχη ψηλά και στήνει γέφυρα με το θρυλικό ΚΘΒΕ.
Ο καινούργιος επισκέπτης είναι μια παράσταση που θα συζητηθεί για την τολμηρή προσέγγιση του περίφημου Αμερικανού συγγραφέα Έντουαρντ ΄Αλμπι στα δίπολα: ηθικό- ανήθικο, λογικό – παράλογο, επιθυμία – εξαναγκασμός, κανονικότητα – ιδιαιτερότητα, θα συζητηθεί και για τη σκηνοθετική άποψη στις προαναφερθείσες αντιθέσεις του σκηνοθέτη Παύλου Δανελάτου, αλλά και για τις ερμηνείες των ηθοποιιών.
«Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους» είπε ο θεατρικός συγγραφέας Έντουαρντ Άλμπι σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του το 2011 στην «Daily Telegraph». «Οι άνθρωποι λένε ψέματα για το ποιοι είναι και πώς βλέπουν τον εαυτό τους. Το έργο μου αφορά την ανικανότητά μας να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας».
Ο Άλμπι, που έφυγε από τη ζωή στα 88 του στις 16 Σεπτεμβρίου 2016, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το ταλέντο του κατακεραύνωσε το παγκόσμιο θεατρικό στερέωμα το 1962, όταν έγραψε το έργο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» με θέμα την ανελέητη, κανιβαλική σχέση ενός μεσόκοπου παντρεμένου ζευγαριού διανοουμένων.
Στην πορεία του, ο Έντουρντ Άλμπι, υπήρξε ένας από τους πιο επιτυχημένους, πολυβραβευμένους συγγραφείς, αφού κέρδισε τρία Πούλιτζερ και δύο βραβεία Τόνυ. Αυτό όμως που τον ξεχώρισε είναι η ορμητική ελευθερία στη σκέψη του και η πρωτοτυπία των έργων του που κράτησε ως τα γεράματά του. Αρκεί κάποιος να δει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το κεντρικό θέμα στη «Γίδα» (2000), όπου ένας διάσημος κι επιτυχημένος αρχιτέκτονας, ο Μάρτιν, ερωτεύεται πνευματικά και σωματικά μια γίδα και στη συνέχεια προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα του και τον γιο του ότι η συγκεκριμένη στάση του είναι ηθικά νόμιμη και αδιαμφισβήτητο δικαίωμά του. Τελικά, ό,τι οικοδόμησε ο ίδιος κατακρημνίζεται στο βαθύ ρήγμα που άνοιξε η σοκαριστική αποκάλυψη «κτηνοβασίας», χωρίς ποτέ ν’ αναρριχηθεί το όποιο προηγούμενο πολύτιμο είχε.
Με γλωσσική ακρίβεια και σκοτεινό κωμικό χρονοδιάγραμμα, ο συγγραφέας καταθέτει μια ανατρεπτική άποψη σχετικά με τα όρια ανοχής και αντοχής που μπορεί να υιοθετήσει η φιλελεύθερη κοινωνία και προσκαλεί το κοινό ν’ αναλογιστεί από πού και πώς αντλούνται γραμμές κανονικότητας και αποδοχής.
Πρόκειται, για μια μελέτη με αλληγορικό ύφος πάνω στην εμμονή του ανθρώπου να υπερβάλλει για την ύπαρξή του, αλλά και για το αίσθημα της μειονεξίας που, ενίοτε, νιώθει έναντι των άλλων. Είναι αντιληπτό ότι ο Αμερικανός συγγραφέας προσπαθεί εδώ να συσσωματώσει, κατά κάποιο τρόπο, την αριστοτελική παράδοση της τραγωδίας. Η επιλογή του ζώου δεν είναι τυχαία, καθώς παραπέμπει ευθέως στην «Τράγου Ωδή», αλλά και ακόμα πιο πέρα, στη θυσία του «αποδιοπομπαίου τράγου» της ιουδαϊκής και χριστιανικής παράδοσης, με τον εξιλαστήριο και καθαρτικό της ρόλο.
Το κείμενο στα χέρια του έμπειρου Παύλου Δανελάτου, έτυχε επεξεργασίας ως θεατρική απόπειρα επαναδιατύπωσης της έννοιας του τραγικού στις συντεταγμένες της σύγχρονης εποχής.
Κι ενώ στο έργο ο Άλμπι στρέφει το βλέμμα βαθιά στον κλειστό πυρήνα της αμερικανικής οικογένειας, γεγονός που τον κρατά δεμένο στο άρμα της δραματουργικής κουλτούρας των άλλων μεγάλων Αμερικανών, του Ο’Νηλ, του Ουίλλιαμς και του Μίλλερ, ενώ προσπαθεί, με την αλληγορία της κτηνοβασίας, να καταδείξει κατά πόσο ο περιχαρακωμένος σε κοινωνικούς τύπους αστός, έχει απωθήσει συστατικά στοιχεία της απόκρυφης φύσης του και μέχρι ποιου σημείου μπορεί να οροθετηθεί το κοινωνικά ανεκτό, ο σκηνοθέτης στήνει το δικό του εγχείρημα ως αντίληψη οικουμενική, ως ζήτημα- δραπέτης από δόγματα, από κανόνες, από τεχνητά όρια, από κοινωνικά status και από πατροπαράδοτες συμπεριφορές.
Ρεαλιστικά και τολμηρά ο Παύλος Δανελάτος, σκηνοθέτης και μεταφραστής του έργου, διερευνά τα αιτήματα του διαφορετικού και του απαγορευμένου που θίγει ο συγγραφέας και δίνει αφορμές στους θεατές να διερευνήσουν τον βαθύτερο εαυτό τους. Αν αυτό και η αγοραία γλώσσα σε αρκετά σημεία γεννούν δυσφορία ή φέρνουν στην επιφάνεια μυστικά και ψέματα, τότε η σκηνοθεσία έχει πετύχει τον στόχο της.
Ο λιτός σκηνικός χώρος (Δανάη Πανά) – μία σκοπίμως γκρίζα κατασκευή δωματίου με ταπετσαρία από γεωμετρικά σχήματα – ανάγεται σε «φυλακή» μέσα στην οποία ασφυκτιούν τα πρόσωπα του έργου, ενώ δημιουργεί μία αίσθηση κλειστοφοβική, απόλυτα συμβατή με την ψυχική κατάσταση των ηρώων.
To κοινό, στο μεταξύ, αισθάνεται σαν μια μύγα που τρύπωσε στο δυστοπικό σαλόνι μιας οικογένειας, η οποία εξωτερικεύει τον χειρότερο εαυτό της, νιώθει ότι δεν αντέχει να βλέπει, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει να βλέπει.
Η ιδέα της ανοικτής κάμαρης φανερώνει αλήθειες που αρνούμαστε να παραδεχτούμε, όπως : «η πιο βασανιστική φυλακή είναι αυτή που χτίζουμε οι ίδιοι. Συχνά, όταν ξεσπάει στο εσωτερικό της φουρτούνα, τα κύματα λερώνουν το γυάλινο κελί μας, οι διάφανοι τοίχοι επιτρέπουν τον περίγυρο να δει, όχι όμως ν’ απλώσει χέρι, να διαφοροποιήσει την ατμόσφαιρα, να φέρει ηρεμία, να στεγνώσει την υγρασία, να δωρίσει ανατροπή. Υπεύθυνοι για την αντάρα και τη νηνεμία είμαστε μόνο εμείς».
Η ομάδα παίζει, αυτοσαρκάζεται και σαρκάζει: « η γίδα είναι στο πρόσωπό σας. Ξέρουμε ότι αυτό είναι βάναυσο και άγριο, όμως είναι αξιοθαύμαστο κι ασταμάτητα αστείο, ακόμα και όταν αισθάνεστε σα να μην γελάτε».
Οι συντελεστές της παράστασης καταφέρνουν να επιτύχουν την ισορροπία μεταξύ αυτού του ειρωνικού χιούμορ και του κατανοητού τρόμου της κατάστασης κι ο θεατής, ο διαβασμένος θεατής, το εισπράττει. Άλλωστε, η εξαιρετική μετάφραση επιτρέπει να εκτιμήσουμε τις λεπτότητες και τις επιλογές που υποκινούνται από την αγάπη. Ο μεταφραστής, ως σκηνοθέτης, μας προσφέρει το θαύμα της ελεύθερης επιλογής σε όλη τη διαδρομή της ιστορίας, σε σεξουαλικά, προσωπικά, ψυχολογικά και πολιτικά επίπεδα. Ασφαλώς, αυτά διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Οι ερμηνείες σε υψηλό επίπεδο. Η Λίλα Βλαχοπούλου (Στήβι) καταθέτει μια από τις καλύτερες στιγμές της, σωματοποιεί τον εσωτερικό της πανικό, περιγελά τις ενοχές και τις απεγνωσμένες εκρήξεις του συζύγου της Μάρτιν, ενώ,ταυτόχρονα, εξωτερικεύει αχαλίνωτα τις κωμικές πτυχές της ιδιάζουσας κατάστασης. Όποιο επίθετο κι αν ανασύρω από τον θησαυρό της ελληνικής γλώσσας, για να στεφανώσω την ερμηνεία της, είναι μικρό, πολύ μικρό, μπροστά στο μεγαλείο του ταλέντου της. Μόνο για το ρεσιτάλ που δίνει, αξίζει να δείτε την παράσταση.
Ο εξαιρετικός ηθοποιός Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Μάρτιν), ακροβατεί επιδέξια ανάμεσα στην τραγικότητα και στο διαβρωτικό, αλλά και φλεγματικό χιούμορ, εκφράζοντας αρχικά την αντίδραση ενός γραφικού «Πήτερ Σέλλερς» απέναντι στη γυναίκα του, που βλέπει ξαφνικά την τακτοποιημένη ζωή της να σακατεύεται. Κερδίζει τη συμπάθεια του κοινού, το οποίο επαινεί ιδιαίτερα την ερμηνεία του, όταν καταρρέει στη δεύτερη πράξη.
Ο νεαρός Φαμπρίτσιο Μούτσο, επενδύει στον ομοφυλόφιλο γιο Μπίλλυ ένα αυθεντικό μείγμα τρωτότητας, σύγχυσης και δικαιολογημένης οργής, αν και θα μπορούσε ο σκηνοθέτης να του αφαιρέσει τη βλασφημία, η οποία δεν προσφέρει το παραμικρό στον πληγωμένο εσωτερικό κόσμο του νεαρού. Απλώς, σκιάζεται ο θεατής με την έντονη και παραπανίσια βωμολοχία.
Αρέσει και ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος, ως φίλος – διαβολέας του ζευγαριού.
Πρόκειται, σαφώς, για μια τολμηρή παράσταση, μακριά απ’ τα αστικά δράματα που έχουμε συνηθίσει με τους νευρωτικούς χαρακτήρες σ’ ένα αναπόφευκτο σκηνικό σαλονιού.
Κι αν κάποιος αναρωτηθεί «μα, γιατί η πέτρα του σκανδάλου να είναι μια κατσίκα;» ας ανατρέξει στην ελληνική μυθολογία. Τα διονυσιακά φεστιβάλ περιλάμβαναν διαγωνισμούς τραγουδιών που διοργανώνονταν προς τιμήν του Διονύσου, θεού του κρασιού, της αναγέννησης, της γονιμότητας και των αγαθών πολυτελείας. Το βραβείο ήταν μια ζωντανή γίδα που στη συνέχεια θυσιαζόταν. Θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως σκωπτικά, ότι μ’ έναν περίεργο τρόπο το θέατρο γεννήθηκε μέσα από την αγάπη για τα ζώα.
Υ.Σ : Διαπίστωση: Οι καθημερινές ειδήσεις είναι πολύ πιο συγκλονιστικές από την ακραία θεατρική φαντασία.
ΠΑΥΛΌΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ