«ΑΜΛΕΤ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ από την «5η Εποχή» στο 67ο Φεστιβάλ Φιλίππων!
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Ο « Άμλετ», κορυφαίο έργο του Ουΐλιαμ Σαίξπηρ, αποτελείται από 2490 στίχους. Ανέβηκε πρώτη φορά το 1602 με πλήρη τίτλο «Tragicall Historie of Hamlet, Prince of Denmarke». Στην Ελλάδα διδάχθηκε το 1937, στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με Άμλετ τον Αλέξη Μινωτή και το 1957, με πρωταγωνιστή (και σκηνοθέτη) τον ίδιο. Από τότε το έργο έχει επαναληφθεί αρκετές φορές.
Στον «Άμλετ» παρακολουθούμε την αντινομία «ηθικότητα – χυδαιότητα – εξευτελισμός και συμφέρον» να εκτυλίσσεται ως θεατρική πράξη, με πρωταγωνιστές τα πρόσωπα της αυλής της Ελσινόρης.
Ο βασιλιάς της Δανίας (πατέρας τού Άμλετ) σ’ έναν νικηφόρο πόλεμο, σκοτώνει τον βασιλιά της Νορβηγίας, ενώ ο Φόρτινμπρας, ο γιος του βασιλιά της Νορβηγίας, ετοιμάζεται για έναν νέο πόλεμο.
Ο πατέρας του Άμλετ δολοφονείται από τον αδερφό του Κλαύδιο, ο οποίος παντρεύεται την γυναίκα του σφετεριζόμενος τον θρόνο. Το φάντασμα του νεκρού του πατέρα αποκαλύπτει στον Άμλετ την αλήθεια.
«Πρέπει να ξέρεις. Ότι το φίδι πού δάγκασε τον πατέρα σου
Πήρε μετά, και φόρεσε το στέμμα του…»
Ο Άμλετ αισθάνεται οργισμένος με την υφαρπαγή του θρόνου από τον θείο του και βαθιά δυσαρεστημένος από την απόφαση της μητέρας του, Γερτρούδης, να ενδώσει ερωτικά με τον αδερφό του άντρα της.
«Δεν είχαν φύγει ακόμα τα χώματα από το πέλμα της…
Έγινε γυναίκα του αδελφού του…»
Η υπόθεση της τραγωδίας αρχίζει να ξετυλίγεται. Ο Άμλετ σχεδιάζει να αποκαλύψει την ενοχή του Κλαύδιου παριστάνοντας τον τρελό.
Ο Άμλετ πηγαίνει να συναντήσει την μητέρα του, ακούγοντας όμως ένα θόρυβο πίσω από μια κουρτίνα τείνει το σπαθί του και κατά λάθος σκοτώνει τον Πολώνιο. Από την άλλη, η κόρη του Οφηλία, γεμάτη θλίψη τρελαίνεται και πνίγεται σε ένα ποτάμι. Η δυσάρεστη εξέλιξη των γεγονότων θα μεταβάλλει τον Άμλετ σ’ ένα τραγικό ον, υποταγμένο στις νέες δραματικές εξελίξεις που έρχονται.
Ο Λαέρτης, γιος του Πολώνιου κι αδερφός της Οφηλίας επιστρέφει από τη Γαλλία γεμάτος οργή.
Ο Κλαύδιος εκμεταλλεύεται την οργή του Λαέρτη προς τον Άμλετ και τους προτείνει να μονομαχήσουν. Η μάχη όμως είναι στημένη: το σπαθί του Λαέρτη έχει δηλητήριο, όπως και το κρασί στο ποτήρι του Άμλετ. Κατά τη διάρκεια της μάχης η Γερτρούδη πίνει από το δηλητηριασμένο κρασί και πεθαίνει.
Ο Λαέρτης τραυματίζει τον Άμλετ, αλλά τραυματίζεται και ο ίδιος βαριά. Προτού ξεψυχήσει, αποκαλύπτει το σχέδιο δολοφονίας του Κλαύδιου εναντίον του Άμλετ. Ο Άμλετ, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή από το δηλητήριο, καταφέρνει να σκοτώσει τον Κλαύδιο. Στη σκηνή καταφθάνει ο Φόρτινμπρας, ο Νορβηγός φιλόδοξος πρίγκιπας που έρχεται εναντίον της Δανίας με τον στρατό του. Ο Οράτιος, έμπιστος φίλος του Άμλετ, αφηγείται όσα έχουν συμβεί κι ο Νορβηγός πρίγκιπας διατάζει να αποδοθούν τιμές στο νεκρό Άμλετ.
Βεβαίως, ο παραλληλισμός του Άμλετ με τον Ορέστη γίνεται αρχικά φανερός, εφόσον και οι δύο θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο τους πατέρα τους. Παρόλα αυτά, ο φόνος της Κλυταιμνήστρας είναι προαποφασισμένος από τον ίδιο τον Απόλλωνα, από την παγκόσμια τάξη, ενώ στον Άμλετ η θεϊκή τάξη κατέρχεται και αποκαλύπτεται στο επίπεδο της προσωπικής συνείδησης, μέσα από το φάντασμα του Πατέρα.
Οι θάνατοι στο τέλος της τραγωδίας, θα λέγαμε, ξεπλένουν την κοινωνική σαπίλα που επικρατεί στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, αφήνοντας μία ερώτηση να πλανάτε μέσα από τα λόγια του Άμλετ:
«Να ζεις. Να αντέχεις, σωπαίνοντας μια μοίρα που σε ταπεινώνει ή να μη ζεις; Αυτή είναι η ερώτηση».
Η αφάνταστη δυσκολία του να μιλήσει κανείς για τον ‘Άμλετ, ή µάλλον η αμηχανία που γεννά ένα τέτοιο εγχείρημα, έχει σχέση µε την κοινότοπη διαπίστωση ότι για το έργο του Σαίξπηρ, και μάλιστα για την συγκεκριμένη τραγωδία, έχουν γραφεί τα πάντα.
Η σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη, παρόλα αυτά, δέχτηκε ότι υπάρχει ένα προκλητικό πλεόνασα, που ο Σαίξπηρ συνεχώς παράγει. Μάλλον, εξαιτίας της πολυσημίας και της πληθώρας ερμηνειών που έχουν τελικά συμπιέσει και σχεδόν εξαφανίσει την ιστορική σηµασιοδότηση του έργου του, δηλ. την συνάρτησή του µε τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής, με τον ρόλο του θεάτρου, με την έννοια της αισθητικής απόλαυσης.
Έτσι, στην παράσταση αντιλαμβανόμαστε ότι ο ‘Άμλετ έχει αποτελέσει τον προνομιακό χώρο κατασκευής της φιλελεύθερης αστικής εκδοχής της τέχνης, ως αποτύπωση μιας πανανθρώπινης και δια-ιστορικής ουσίας, ανεπηρέαστης από πολλαπλές κοινωνικές, πολιτισμικές, φυλετικές και, κυρίως, ιστορικές διαφορές.
Αυτές οι τελευταίες, συνήθως, εμφανίζονται ως «ιστορικό πλαίσιο», το οποίο όμως δεν συγκροτεί συγχρονική ανάγνωση, διότι η απομόνωση του κειμένου από τις συνθήκες παραγωγής του, θέτει τον χρόνο εκτός ιστορίας, εξού και τα περί υπερβατικής τέχνης.
Ο Άμλετ, όπως και ο Οιδίποδας, είναι ο κατεξοχήν τραγικός ήρωας δια του οποίου η αστική κοινωνία, για αιώνες, είχε φαντασιωθεί τον εαυτό της σε υπαρξιακό, ψυχολογικό, αισθητικό, σεξουαλικό και πολιτικό επίπεδο.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ο ήρωας αποδομείται από την σύγχρονη σκηνοθεσία, η οποία αποκαλύπτει τον βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα της ηγεμονικής αναγωγής του Σαίξπηρ σε ιερή αυθεντία και του έργου του σε αδιαμφισβήτητη απόδειξη ενός πανανθρώπινου αισθητικού και υπαρξιακού προτύπου.
Με αυτήν την έννοια, πρωτίστως η τραγωδία «Άμλετ», και λιγότερο ο ομώνυμος ήρωας, µας αφορούν ακόμα. Η διάκριση αυτή είναι θεμελιώδης, επειδή ως είδος η τραγωδία εκφράζει τη συγκρουσιακή ένταση μεταξύ του ήρωα και της κοινότητας ή της τάξης πραγμάτων, της οποίας αυτός είναι αναπόσπαστο µέλος.
Άρα, αυτό που ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη είναι όχι τι συμβαίνει στον ‘Άμλετ, αλλά τι αυτός εκφράζει ή επιτελεί δια της σύγκρουσής του µε το βασίλειο της Δανιµαρκίας και ο Θέμης Μουμουλίδης μάς το δείχνει στην παράστασή του.
Σε έναν σκηνικό χώρο – θεατρική μηχανή, όπου όλα τα τεχνολογικά μέσα της παράστασης ενσωματώνονται, (φωτιστικές πηγές, μηχανές προβολών, εφέ, ηχητικές πηγές) διαδραματίζεται η τραγωδία του πρίγκηπα της Δανίας.
Το κορυφαίο έργο του Σαίξπηρ και του παγκόσμιου θεάτρου, αποκαλύπτεται σκοτεινό και
αβάσταχτα επίκαιρο. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου σε συνδυασμό με τα σκηνικά της Μικαέλας Λιακατά (η μορφή ενός σκοτεινού – μεσαιωνικού κάστρου αποδίδεται εύστοχα, ενώ ο κρυφός φωτισμός στο κέντρο της σκηνής δημιουργεί λαμπερές δεσμίδες στις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις των ηθοποιών), τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, το ευρηματικό video-art του Θωμά Παλυβού και με τους επιβλητικούς φωτισμούς του Νίκου Σωτηρόπουλου, δημιουργούν μια μοναδικά σκοτεινή, εντυπωσιακή, ελισαβετιανή ατμόσφαιρα. Η εμπνευσμένη κινησιολογία της Πατρίτσιας Απέργη δε, τονίζει τη σημαντικότητα του έργου, δίνοντας μία σύγχρονη νότα, χωρίς να αλλοιώνει το πρωτότυπο.
Ο Άμλετ του εξαίρετου Αναστάσιου ΡοΪλού, ήρωας κατ΄ εξοχήν πεσιμιστής, εμφανίζεται σαν σκιά μέσα σε έναν υποφωτισμένο κόσμο. Συντρίβεται κάθε στιγμή, προσκολλάται στο παρελθόν, περιβάλλεται από απολεσθείσες θλιβερές αναμνήσεις, σκιαγραφείται εμφαντικά ως αλλόκοτη προσωπικότητα, καθημαγμένη από κρυμμένες ερινύες.
Παράλληλα, μια εύφορη σαρκαστική απόδοση καθορίζει τον χαρακτήρα του, καθιστώντας τον ανατρεπτικό, μυστηριώδη, περίπλοκο, δυσανάγνωστο, πολύσημο, μηδενιστή, αμείλικτο, δισυπόστατο, , ενδοσκόπο, αμφίθυμο, ματαιόδοξο. Ο Αναστάσης Ροϊλός είναι όλα αυτά και εξουσιάζει τη σκηνή.
Ίχνη Οιδιπόδειου συμπλέγματος ανάμεσα στον Άμλετ και στη μητέρα του, όπως και στην αποπομπή της Οφηλίας, δε διαφαίνονται.
Ο Μιχάλης Συριόπουλος είναι ένας εξαιρετικός «Κλαύδιος», επειδή δε φλερτάρει με την εξωστρέφεια σε κανένα σημείο. Αξιέπαινη η εσωτερική του ερμηνεία.
Η καλή ηθοποιός Ιωάννα Παππά αποδίδει μια σπαρακτική «Γερτρούδη», ο Θοδωρής Σκυφτούλης, απολαυστικότατος «Πολώνιος», ο Άρης Νινίκας , ένας πειστικός «Οράτιος», όπως και ο «Λαέρτης» του Δημήτρη Αποστολόπουλου.
Η Τζένη Καζάκου – στην πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο – ερμηνεύει με φιλότιμο την «Οφηλία».
Η μετάφρασή του Γιώργου Χειμωνά, νεότερη αυτής του Ρώτα, σαφώς έχει ποιητική διάσταση, θα έλεγα όμως, ότι η σκηνοθετική άποψη υπερκαλύπτει το βάρος του κειμένου, επικεντρώνεται σε μια πολιτικά ορθή παραστασιολογία του πρωτοτύπου, που είναι η οπτικοποίηση της θεωρητικής προσέγγισής του. Πράγματι, ο σκηνοθέτης Θέμης Μουμουλίδης, με όχημα αυτήν τη μετάφραση, χτίζει μια μοντέρνα παράσταση.
Πρόκειται , ωστόσο, για μια εύστροφη σύνθεση, όπου αναδεικνύονται ανθρώπινοι χαρακτήρες, μέσα από μια αλληγορική υπόθεση γεμάτη μεταφορές και βαθύτατα παλίμψηστα, ώστε ο προσηλωμένος θεατής να ταξιδεύει και πίσω από την εικόνα , με σκοπό να επιπλεύσει ο νους του στις ανηφορικές ελεγείες ενός εξέχοντος ποιητή, μιας λυρικής φωνής που ακούγεται όχι μόνο με τον πεζό λόγο, όπως φέρεται να εκφράζεται, αλλά και μέσα από υποδόριους λατρευτικούς στίχους, υμνητικούς του δράματος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αν παρομοιάσουμε, πάντως, το όλο πόνημα με ένα φανταχτερό αρχιτεκτόνημα βραβευμένου σεφ, στο οποίο συνυπάρχουν υλικά όπως: δράμα και κωμωδία, δράση και δολοπλοκία, έρωτας και θάνατος, στη δε γαρνιτούρα του λαμπυρίζουν η εκδίκηση, τα φαντάσματα, οι πραγματείες για το τι είναι ηθικό και τι δεν είναι, ακόμα και τα παιχνίδια με πνευματική επικάλυψη, θα συμφωνήσουμε οι περισσότεροι ότι αυτό που γυαλίζει στη σκηνή είναι το «κερασάκι» του, δηλαδή ο Αναστάσης Ροϊλός, ως Άμλετ.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Επεξεργασία κειμένου – Σκηνοθεσία: Θέμης Μουμουλίδης
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Σκηνικό: Μικαέλα Λιακατά
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Κινησιολογική επεξεργασία: Πατρίσια Απέργη
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Σπαθογραφίες: Αναστάσης Ροϊλός
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Λιαποπούλου
Επικοινωνία: Ειρήνη Λαγουρού
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Artwork: Θωμάς Παλυβός
ΔΙΑΝΟΜΗ:
Αναστάσης Ροϊλός
Ιωάννα Παππά
Μιχάλης Συριόπουλος
Θοδωρής Σκυφτούλης
Θανάσης Δόβρης
Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου
Τζένη Καζάκου
Άρης Νινίκας
Δημήτρης Αποστολόπουλος
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ