«Addio del passato» της Λείας Βιτάλη στο “Kouinta Pocket Theatre”
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
«Υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα, Οράτιε, μεταξύ γης και ουρανού απ’ αυτά που η φαντασία σου μπορεί να συλλάβει».
-Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Το θέμα είναι αρχετυπικό, η σύγκρουση δεδομένη, αλλά πάντα κριτήριο για την πρωτοτυπία που υπερβαίνει το αυτονόητο είναι ο τρόπος. H Βιτάλη διάλεξε δύσκολο, αλλά και γόνιμο δρόμο για να διαπραγματευτεί μια πράγματι τραυματική σχέση. Εν πρώτοις υπάρχει ένα υφολογικό δίλημμα που η σκηνοθεσία οφείλει να το λύσει ισορροπώντας σε τεντωμένο σχοινί.
Υπόθεση
Είναι χωρισμένες. Είναι μόνες. Γυναίκες της διπλανής πόρτας. Αλλά κουβαλάνε στην ψυχή τους ένα σκοτεινό μυστικό που τις έχει σημαδέψει. Μέσα σ’ ένα κλίμα αλλόκοτης τρέλας, μητέρα και κόρη, κλεισμένες στην κουζίνα ενός σύγχρονου αθηναϊκού σπιτιού, φτιάχνουν το πατροπαράδοτο κέικ με λεμόνι τραγουδώντας τις αγαπημένες τους άριες από όπερες. Συγχρόνως, με την ίδια ανάλαφρη διάθεση, κατασπαράζουν άγρια η μία την άλλη, φέρνοντας στο φως «εκείνο» το μυστικό που έκρυβαν σ’ όλη τη ζωή τους. Η καθεμιά από τη μεριά της βιώνει και αναπαριστά διαφορετικές εκδοχές της αλήθειας, κάνοντας έτσι ένα ταξίδι αυτογνωσίας μέχρι να κερδηθεί επιτέλους η καθαρτήρια συμφιλίωση. Το Addio del passato, που διαδραματίζεται ουσιαστικά στο χώρο της μνήμης, είναι ένα έργο για τις σχέσεις βιασμού μέσα στην οικογένεια, για μυστικά και τραύματα, για ανομολόγητες πράξεις, σκληρές αντιπαραθέσεις και ματαιωμένες φιλοδοξίες. Κυρίως, όμως είναι ένα έργο για την πολυπόθητη συμφιλίωση ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη.
Ανάγνωση
Μέσα στη λέξη μητέρα ακούγεται η λέξη τέρας αλλά και το μη, το αποτρεπτικό του τέρατος, η ασφάλεια από την απειλή, όπως και στο mother ακούγεται το other, το άλλο, ένα άλλο όμως που είναι σε συνεχή γειτνίαση με το όμοιο. Η υπερφυσική δύναμη, η προστασία αλλά και η απειλή της καταστροφής μέσα από τη συγχώνευση. Ένα σημαίνον οικουμενικότητας που περιέχει τα πάντα. Τα αγαθά και τα καταστροφικά. Τα απειλητικά και τα προστατευτικά. Την έννοια της αρχαϊκής μητέρας συναντάμε στη μυθολογία, στις θρησκείες των λαών. Η παντοδύναμη μητέρα τροφός όλων των πλασμάτων. Καταστροφική και ιερή μητέρα. Η Γαία που ήταν σε θέση να καταστρέφει σύζυγο, παιδιά και κρατούσε στα χέρια της την τύχη της οικουμένης.
Να γίνεσαι η μητέρα της μητέρας σου. Ο γονιός του γονιού σου. Εύθραυστοι ψυχικά γονείς που, είτε είναι είτε προβάλλουν ως αβοήθητοι στα μάτια του παιδιού, ωθούν το παιδί να μεταμορφωθεί σε ένα παιδί – ενήλικα ή και υπερήλικα που δεν ζητά αλλά προσφέρει προστασία. Το παιδί γίνεται κεραμίδι στο άσκεπο κεφάλι του γονιού. Ρούχο στο γυμνό του σώμα. Δεν είναι λίγα τα παιδιά που παρακινούνται να λειτουργήσουν ως γονείς τον γονιών τους. Είναι οδυνηρό, είναι επίπονο. Είναι σαν να σου έχουν βίαια υφαρπάξει την παιδική σου ηλικία.
Αναρωτιέται ο θεατής – και δη οι γυναίκες – «στην πραγματικότητα μπορούμε να επηρεάσουμε την μητέρα μας;»
Όλα παίζονται και υπόκεινται στου κανόνες ενός παιχνιδιού με αβέβαιη έκβαση και όχι πάντα γνωστούς και κοινά αποδεκτούς κανόνες. Η σχέση με τη μητέρα μας δεν συνίσταται μόνο από το «εδώ και τώρα», από το «τρέχον, το παρόν». Το πιο καθοριστικό της κομμάτι έχει να κάνει με ό,τι παραμένει ψυχικά ενεργό, από το παρελθόν.
Η παράσταση
Κυλάει η παράσταση ανάμεσα στη πραγματικότητα και σε ένα τοπίο ονείρου από το παρελθόν. Επίκεντρο η σχέση ανάμεσα σε μια μάνα και την κόρη της. Η Σοφία και το Βασούλι της. Η σχέση τους καθορίζεται και από τα άλλα πρόσωπα της οικογένειας αλλά και από το παρελθόν της μητέρας και έτσι οι ηρωίδες, ακροβατούν σε ένα λεπτό σκοινί.
Μία μάνα και μία κόρη συναντιούνται στο πατρικό σπίτι για να εκτελέσουν μια οικογενειακή ιεροτελεστία: το παραδοσιακό κέικ της Τετάρτης. Μέσα στα σκεύη και τα υλικά της κουζίνας θα ανακατέψουν και τις μνήμες της κοινής τους ζωής, ανασύροντας μυρωδιές, ήχους, στιγμές και εν τέλει συναισθήματα. Το ταξίδι αυτό θα τους οδηγήσει αναπόφευκτα σε ένα ξεχασμένο τραύμα που έχει μείνει ανοιχτό. Ήρθε η ώρα ν’ ακουστεί ή θα μείνει σιωπηλό για πάντα;
Η Ναταλία – Άννα Βασιλέκα και η Έλενα Μόμτσου, μητέρα και κόρη, στο «Αddio Del Passato» (που στα ελληνικά σημαίνει «αντίο στα περασμένα») κινούνται από την πραγματικότητα στον χώρο του υποσυνείδητου, ακροβατώντας έτσι υποκριτικά στα όρια του μαγικού ρεαλισμού.
Με εναλλαγές χιούμορ και συγκίνησης, η σκηνοθέτις Ναταλία – Άννα Βασιλέκα χτίζει σιγά- σιγά την ατμόσφαιρα που θα οδηγήσει τις δύο ηρωίδες σε αμοιβαίες εξομολογήσεις και αποκαλύψεις.
Η μουσική μοιάζει να αποτελεί συνεκτικό στοιχείο ανάμεσα στη μάνα και την κόρη . Άλλωστε και ο τίτλος του έργου παρεπέμπει ευθέως στην Τραβιάτα του Βέρντι!
Μια γυναίκα χωρισμένη με παιδιά, επισκέπτεται κάθε εβδομάδα τη μητέρα της και φλυαρώντας και μαλώνοντας φτιάχνει με όλη τη μαγειρική τελετουργία ένα κέικ. Το τάιμινγκ του έργου, η διάρκειά του είναι ο χρόνος που χρειάζεται να ετοιμαστούν τα σκεύη, να γίνει η δοσολογία του μείγματος και να ψηθεί το γλυκό. Ένας τελετουργικός μεν αλλά ρεαλιστικός χρόνος. Αυτό υποβάλλεται στον θεατή ότι συμβαίνει χρόνια. Στο θεατρικό όμως παρόν που παρακολουθεί ο θεατής είναι η πρώτη τέτοια μέρα των επισκέψεων μετά τον θάνατο και την ταφή της μητέρας. Ο ρεαλισμός τινάζεται στον αέρα, αφού η μητέρα είναι νεκρή και η συνομιλία συμπυκνώνει δύο χρόνους, τον παρελθόντα (που αναλύεται και αναδύονται οι τραυματικές σχέσεις των δύο γυναικών), και τον παρόντα (όπου η κόρη, επιτέλους, απελευθερώνεται από τις εξαρτήσεις, τα συμπλέγματα, τις αναστολές και αντικρύζει την αλήθεια).
Αντιλαμβάνεται λοιπόν καθένας, πόσο δραματουργικά ενδιαφέροντα προβλήματα είχε να λύσει η συγγραφέας Λεία Βιτάλη. Εντός του μετρήσιμου ωρολογιακού χρόνου εγκιβωτίζονται πολλές «στιγμές» ενός βίου, που κατέστησε τις δύο ηρωίδες ανταγωνιστικές.
«Στιγμές» όπου η στρατηγική της καθεμιάς, άλλοτε επιθετική άλλοτε αμυντική, δημιουργεί μια συνεχή εγρήγορση, ώστε τα οικεία δεινά να παροχετεύονται, να καταχωνιάζονται, να μεταλλάσσονται, να μεταμορφώνονται, αλλά συχνά να αναδύονται απειλητικά, γυμνά, ωμά.
Αυτός ο χρόνος της μνήμης φέρνει στην επιφάνεια ανομολόγητες πράξεις, ενώ παράλληλα η μητρική έγνοια αλλά και η τόλμη λειτουργούν εξουσιαστικά, δυναστικά πάνω στην κόρη, σημαδεύοντας την προσωπικότητά της και καθορίζοντας την ενήλικη ζωή της και τον γάμο της. H συγγραφέας, όμως, με μεθοδικούς αναβαθμούς οδηγεί τη σύγκρουση σε μια καθαρτήρια έξοδο, όταν με τρόπο αποκαλυπτικό και ανατρεπτικό η κόρη ωθείται σε μια ταύτιση με τη μοίρα της μητέρας, που της λύνει όλους τους συμπλεγματικούς κόμπους.
Το έργο έχει ρυθμό, χιούμορ, νεύρο αλλά και μυστήριο και διαθέτει μια αρετή που την εκπέμπουν πάντα τα καλά έργα. Αφήνει πτυχές και γωνίες αφώτιστες, κίνητρα ακατανόητα και σκοπούς συγκεχυμένους, αφού ποτέ κανείς δεν μπορεί να φτάσει «στον βαθύ λόγον της ψυχής, όσην επιπορευόμενος οδόν», για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο.
Εξαιρετικές οι δυο ερμηνεύτριες, αλλά επιτρέψτε μου να δώσω ένα αστεράκι παραπάνω στην Έλενα Μόμτσου. Πιθανώς ο ρόλος να είναι πιο αβανταδόρικος, αλλά η ηθοποιός μας δώρισε ρίγη συγκίνησης σε υπερθετικό βαθμό.
Επίλογος
Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με δια βίου σχέσεις. Μας ακολουθούν έως το τέλος. Αυτό φανερώνει και το μέγεθος της σημασίας αλλά και της πολυπλοκότητας τους. Άλλωστε η αξία της ‘’σημασίας’’ ποτέ δεν μπόρεσε να αποδεσμευτεί από τα ‘’δεσμά’’ της πολυπλοκότητας.
Ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο αιχμηρό κομμάτι μιας σχέσης ενός παιδιού με μια μητέρα; Σε ποιο βιβλίο σας υπάρχει περισσότερο;
Νομίζω ότι το πιο αιχμηρό κομμάτι είναι όταν το holding, το κράτημα, η αγκαλιά, δεν υπάρχει σαν κάτι το αυτονόητο. Όταν η μητρική αγάπη σου δίνεται υπό προϋποθέσεις, ή δεν σου δίνεται καθόλου, παρά μόνο σαν καθήκον, σαν διεκπεραίωση ενός ρόλου. Και τότε εσύ, το ‘’εκτός αγάπης’’ πλάσμα, αναζητάς, διεκδικείς, ζητιανεύεις, ψήγματα εγγύτητας ή καταθέτεις τα όπλα, και παραιτείσαι από το αίτημα της αγάπης. Άρα, η εκτός αιτήματος αγάπη είναι, κάπως, σαν να πεθαίνεις.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Ναταλία Άννα Βασιλέκα
Σκηνικά: Ν.Ο.
Φωτισμοί: Σαράντος Ζουρντός
Φωτογραφίες: Μαρία Τσακίρη
Video art: Microfilming
Μουσική Επιμέλεια: Παναγιώτης Λαζαρίδης
Μακιγιάζ: Μιχαέλα Σύρμαλη
Γραφιστική Επιμέλεια: Μιχάλης Τουμανίδης
Παραγωγή: Kouinta Theatre Productions
Ηθοποιοί: Έλενα Μόμτσου, Ναταλία Άννα Βασιλέκα
Υ.Σ. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για την πόλη, να υπάρχει και να λειτουργεί ένα θέατρο από Ιδιωτική πρωτοβουλία και να αποτελεί κοιτίδα πολιτισμού και, βέβαια, ενεργός κοινωνικός λειτουργός. Στην περίπτωση δε του «Θέατρου Τσέπης ΚΟΥΙΝΤΑ», ευχόμαστε να είναι εσαεί ένα μικρό θέατρο με μεγάλες παραστάσεις.
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ