«Μια ζωή – Ο μονόλογος μιας μοδίστρας» στο «Βασιλικό Θέατρο»

Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή
«Η ζωή είναι η πιο μεγάλη μοδίστρα! Ερχόμαστε γυμνοί και φεύγουμε ντυμένοι με όσα αυτή μας φόρεσε»
Μια ηλικιωμένη μοδίστρα, η Ελένη, έρχεται αντιμέτωπη με κομμάτια της ζωής της, καθώς μαζεύει ρούχα από το ατελιέ της για να μετακομίσει. Η προσωπική της ιστορία συναντά σπαράγματα από την ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας. Μόνιμη συντροφιά στο ταξίδι των αναμνήσεων της, τα τραγούδια που σημάδεψαν γεγονότα και στιγμές της πορείας της.
“Δε θέλω να με δεις να ζω σαν πεθαμένη ” εξομολογείται η μοδίστρα στη ραπτομηχανή της, η οποία πάλιωσε, ρημάχτηκε από τον χρόνο . Ανταλλακτικά δεν υπάρχουν.
Αυτός ήταν και είναι ο καημός της :να μη ζει σαν πεθαμένη όταν το βίωμα γίνεται παρελθόν.
Η μοδίστρα Ελένη, απλώνει στη σκηνή την πορεία της στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, από τον Εμφύλιο μέχρι το σήμερα. Τη βλέπουμε σε μια φάση μετακόμισης, διαδικασίας που είναι καθαρά συμβολική, όπως δείχνει παρακάτω.
Η μοδίστρα Ελένη, που και πλύστρα να ήταν και καθαρίστρια και μπαλωματού, θα ήταν μια θαυμαστή πλύστρα και καθαρίστρια και μπαλωματού, επειδή είναι η Νένα Μεντή. Αυτή η σπουδαία Νένα Μεντή, που παίρνει ένα κείμενο, μια ιστορία, τη βάζει μέσα της, την κάνει δική της και μετά τη χαρίζει στην πλατεία. Γενναιόδωρα! Δε τη λέει, δεν την αφηγείται, τη ζει κι από έξω κι από μέσα της.
Τεράστια εμπειρία να είσαι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς, αλλά και ψυχική ευφορία και ευλογία!!!
Ήταν αριστερή η «Ελένη», πήγε εξορία, παντρεύτηκε αστυνομικό, πράγμα ασύμβατο με τα πιστεύω της, ώστε να γευτεί επί Χούντας πολλά προβλήματα, έκανε παιδιά, είδε εγγόνια, έζησε και ζει τη σύγχρονη επικαιρότητα με τα Τέμπη, το Μάτι, τον κορωνοϊό και όλα τα φρέσκα γεγονότα.
Η εγγονή της χάθηκε στα Τέμπη, ο σύζυγος έφυγε από την ασθένεια, έμεινε μόνη. Το σπίτι σταδιακά αδειάζει. Τα αντικείμενα μεταφέρονται σε άλλο χώρο.
Ουσιαστικά, η ζωή της είναι αυτή που αδειάζει. Φεύγουν από τη σκηνή τα ρούχα που έραβε παλιά, φεύγουν οι κούκλες με τα δείγματα, φεύγει και το ρολόι που έβλεπε ο θεατής κατά τη διάρκεια της παράστασης. Μένει ένα μικρό ρολογάκι: ο χρόνος ο λίγος, αυτός που της απομένει.
Η μεγάλη ηθοποιός Νένα Μεντή καταθέτει σπουδαία ερμηνεία. Το κυρίαρχο που βλέπουμε είναι η δυσκολία της αποδοχής τής τωρινής μοναξιάς, ώστε το σημερινό άδειο παρόν να γεμίζει από το έντονο παρελθόν.
Πιάνοντας το νήμα από τον εμβληματικό μονόλογο της «Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου», ο Πέτρος Ζούλιας καταπιάνεται αυτή τη φορά με τη λαϊκή υπόσταση μιας αυθεντικής, καθημερινής και ντόμπρας γυναίκας, που η ζωή την ντύνει άλλοτε με το πένθιμο μαύρο και άλλοτε με τα ζωντανά χρώματα της Άνοιξης.
Εκκινώντας από το πρόσωπο της Ελένης, μιας γυναίκας της διπλανής πόρτας, μας ξεναγεί –εν τάχει είναι η αλήθεια – στις πληγές της σύγχρονης ιστορίας του πολύπαθου ελληνικού κράτους, στις περιόδους της αίγλης της Αθήνας καθώς και στο απόκρημνο μονοπάτι της απώλειας. Μια πορεία από τις τουαλέτες της Τζένης Βάνου και άλλων σταρ, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, την πανδημία και το δυστύχημα στα Τέμπη. Μια μετακόμιση που προσκαλεί τις αναμνήσεις σε έναν περίπατο βαθιάς μοναξιάς.
Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας θέλησε να παρουσιάσει ένα μωσαϊκό από ιστορικά γεγονότα αρκετών δεκαετιών, σε μια Ελλάδα που εξακολουθεί να στέκεται ανισόρροπα στον χρόνο. Άλλοτε βουλιάζει κι άλλοτε επιπλέει. Άλλοτε είναι αστέρι που λάμπει στο παγκόσμιο στερέωμα κι άλλοτε βυθίζεται στο θάμπος των σκανδάλων.
Δεν τα κατάφερε ο κ. Ζούλιας στον βαθμό που θα θέλαμε. Αδυναμίες αρκετές στο κείμενο, με κυριότερη την επιφανειακή αναφορά σημαντικών γεγονότων που επηρέασαν τη ζωή των πολιτών, σαν να επρόκειτο για φύλλα ημερολογίου που τα γυρνά κανείς με ταχύτητα, χωρίς να εμβαθύνει στα σημεία καμπής της ιστορίας μας και παραλείποντας τραγικά γεγονότα, όπως το αίμα που κύλησε σε χωριά και πόλεις και από τις δυο πλευρές του εμφυλίου, το δράμα και τις κραυγές του αργού κι φρικτού θανάτου από τη φωτιά στο ΜΑΤΙ και άλλα βαρυσήμαντα που σημάδεψαν τον τόπο μας και τους ανθρώπους του.
Όμως, το βασικό του εργαλείο, η ηθοποιός Νένα Μεντή, δίνει μέγιστο ύψος στο όλο πόνημα και το σώζει από τη μετριότητα.
Οπότε, μπορούμε εξαιτίας της να μιλήσουμε για έναν ύμνο στον καθημερινό άνθρωπο που αναπολεί το πώς έζησε (έστω κι αν ο συγγραφέας βάζει στο θυμικό της επιλεκτική μνήμη) και αγωνιά πώς θα συνεχίσει να ζει σ’ έναν κόσμο, που διαρκώς άγρια αλλάζει, μέσα από μια μεγαλειώδη ερμηνεία της σημαντικής μονάδας του θεάτρου μας, Νένας Μεντή.
Μας είχε καθηλώσει ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, μας συνταράσσει ως μοδίστρα Ελένη.
Τόσο προσηλωμένη και, ταυτόχρονα, απόλυτα παραδομένη στη δίνη του χαρακτήρα που υποδύεται, κρατάει με μαεστρία τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ κωμωδίας και δράματος. Μια ερμηνεία, που τη μια στιγμή προκαλεί πηγαίο γέλιο και την αμέσως επομένη συγκινεί μέχρι δακρύων.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον υπόδειγμα υποκριτικής τέχνης, που καθιστά την πρωταγωνίστρια κορυφαία καλλιτέχνιδα και ηθοποιό και την συγκεκριμένη ερμηνεία της, μια από τις καλύτερες γυναικείες σε θεατρικό μονόλογο.
Συνοδοιπόρος στον αγώνα που δίνει η Νένα Μεντή επί σκηνής στέκεται – σ’ έναν βαθμό – η λιτή και καθημερινή σκηνοθετική οπτική του Πέτρου Ζούλια, η οποία φωτίζει τον πολυσήμαντο χαρακτήρα της καθημερινότητας, διαμορφώνοντας, επί πλέον, το ζωτικής σημασίας κλίμα οικειότητας που απαιτεί το λαϊκό θέατρο.
Παράλληλα, τα σκηνικά της Άννας Ζούλια συνιστούν τη νοσταλγική παρουσία ενός κομψού «χθες» που αποχωρεί σιγά – σιγά, καθώς το διαδέχεται ένα τραχύ ανθρωποφαγικό και μοναχικό «σήμερα».
Την παράσταση ντύνουν όμορφα οι άρρηκτα συνδεδεμένες, τόσο με την ατομική όσο και με την καθολική συνείδηση των Ελλήνων, μουσικές επιλογές του Παναγιώτη Τσεβά, οι οποίες μεθοδεύουν έξυπνα το στοιχείο της συγκινησιακής φόρτισης, ιδίως στο τραγούδι των Γιάννη Σπανού και Γιάννη Καλαμίτση με την αξεπέραστη Βίκυ Μοσχολιού «Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι».
Πρόκειται για μετάκληση από το ΚΘΒΕ.
Συντελεστές
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά: Άννα Ζούλια
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Μουσική: Παναγιώτης Τσεβάς
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Μαρία Κατσουλάκη
Φωτογραφίες: Διονύσης Κούτσης
Τρέιλερ: Κωνσταντίνος Δαβίλλας
Αφίσα/Γραφιστικά: Μάριος Γαμπιεράκης
Επικοινωνία: Μαρκέλλα Καζαμία
Παραγωγή: Θέασις Δράσεις Πολιτισμού
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ