«Αυτή η νύχτα μένει» του Θάνου Αλεξανδρή από το ΚΘΒΕ
Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή
Νυχτερινό κέντρο το «Όνειρο». Γυροβολιές στο ζεϊμπέκικο. Πίστα, τραγούδια, λουλούδια, πιάτα, αλκοόλ, στήθος μόστρα, προκλητικοί μηροί κι όλα μαζί η λαγνεία της νύχτας.
Η «Καψουρόσκονη», το «Θα φάμε γλάρο», το «Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;» το «Βρε μελαχρινάκι», άλλα σουξέ του Καφάση και του Αντύπα, ζωηρή παρέα και, φυσικά, τα αριστουργηματικά τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη, μας συντροφεύουν, θυμίζοντας στα σημερινά παιδιά με ποιον – σήμερα παράξενο – τρόπο γλένταγαν οι παλαιότεροι, σ’ εκείνο το ξέφρενο νυχτερινό πανηγύρι των αισθήσεων.
Ο Θάνος Αλεξανδρής έγραψε το πρωτότυπο «Αυτή η νύχτα μένει» κι ο καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ Αστέρης Πελτέκης, βασιζόμενος στο συγκεκριμένο βιβλίο και την αισθητική που περιγράφει, δημιούργησε μια παράσταση για την κουλτούρα του «Σκυλάδικου» στη δεκαετία του ’80 στην Ελλάδα, η οποία ήταν φαινόμενο μαζικής διασκέδασης, μετατρέποντας τα νυχτερινά κέντρα σε χώρους, όπου άτομα απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις διασκέδαζαν με καψουροτράγουδα, ενώ παράλληλα έβλεπαν μια αναβίωση του ρεμπέτικου προσαρμοσμένου στα νέα δεδομένα, αποδαιμονοποιώντας το γλέντι, αυτό που είχε ταυτιστεί με την «πολιτική» διάσταση του παρελθόντος.
Από τη Νομική σχολή Αθηνών και το ιστορικό Υπόγειο του Κάρολου Κουν, ο Θάνος Αλεξανδρής βρίσκεται στην ελληνική περιφέρεια των σκυλάδικων τη δεκαετία του ’80 και του ’90. Δώδεκα χρόνια ζει τη νύχτα, τη γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά, την αγαπάει και με αυτή τη λατρεία την αποτυπώνει περιγράφοντας, όπως λέει ο ίδιος, και το μεγαλείο και την ξεφτίλα της.
«Είδα περιουσίες να εξανεμίζονται φύλλο φτερό. Φιλίες σοβαρών οικογενειών να γίνονται μίση και πάθη άγρια για μεσόκοπες τραγουδίστριες, που το καλύτερο γραφείο συνοικεσίων δε θα μπορούσε να πασάρει στον χειρότερο συνταξιούχο. Είδα έναν κόσμο που άναψε και κάηκε πάνω σε μία σκηνή όλο μαγεία. Θέλω να πιστεύω πως μία θεϊκή συγκυρία οδήγησε ειδικά εμένα στον θαυμαστό κόσμο των σκυλάδικων και ουσιαστικά άλλαξε τη ζωή και την ψυχή μου.
Το οδοιπορικό σ’ αυτούς τους χώρους είναι το ωραιότερο κομμάτι της καριέρας μου και με βοήθησε να ξεφύγω από τη μίζερη και συμβατική ζωή του θεάτρου και να ανακαλύψω το όνειρο.
Μπήκα φάλτσα με τραγούδια του Χατζιδάκι και δικαίως στην αρχή έφαγα τα μούτρα μου, γιατί το σκυλάδικο δεν είναι γκέτο που περιέχει ομαδοποιημένους, αλλά ένας χώρος που αποκλείει τους άσχετους.
Εγώ στον σκληρό αυτόν κόσμο έπαιξα τίμια και αντρίκεια και επιβίωσα δέκα ολόκληρα χρόνια.
Τη νύχτα ζεις. Μπορεί και να πεθάνεις, αλλά σίγουρα δεν φυτοζωείς. Ή ζεις ή πεθαίνεις», γράφει ο Αλεξανδρής στο βιβλίο του.
Το ΚΘΒΕ ανέβασε μια ευχάριστη μουσικοθεατρική παραγωγή στο «Βασιλικό Θέατρο», βασισμένη στο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, σε διασκευή και σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού Διευθυντή του Αστέρη Πελτέκη, ο οποίος στήνει ένα «σκυλάδικο», όπου τραγούδια, ντέρτια, γλέντια και καημοί παρελαύνουν, συνθέτοντας το πορτρέτο μιας Ελλάδας, που μπορεί να μην υπάρχει πια, όμως η αισθητική της στάθηκε καθοριστική για τη ζωή στη νύχτα της πίστας, της σαμπάνιας, των πιάτων και των λουλουδιών.
Δεν εστιάζει ο σκηνοθέτης σε ρομάντζα, αλλά ξετυλίγει την πορεία του Ήρωα, δηλαδή του Θάνου Αλεξανδρή, που κοινώνησε τη νύχτα σε όλο το μεγαλείο και σε όλη τη μικρότητά της. Ασφαλώς πλέκει την πραγματικότητα με μυθοπλασία για τις δραματουργικές ανάγκες της παράστασης. Τον ΄Ηρωα υποδύεται ο Παντελής Καναράκης, έτσι όπως καθοδηγήθηκε κι έτσι όπως μπορεί.
Ο ήρωας ξεκινάει από τη Νέα Αρτάκη, ένα χωριό της Εύβοιας, όπου το όνειρό του είναι να γίνει παπάς, αρχιμανδρίτης, η μητέρα του δε θέλει, οπότε πηγαίνει στο Θέατρο Τέχνης, παίζει τραγωδία, και, «σκεφτείτε η τελευταία μου δουλειά ήταν Οιδίπους Τύραννος και μετά μεταπηδώ στα σκυλάδικα», δηλώνει ο ίδιος στο βιβλίο του.
«Στο έργο αναβιώνει η δεκαετία του ‘80, έχουμε τραπέζια, έχουμε μπράβους, έχουμε κονσομασιόν, έχουμε βιασμούς, έχουμε τα σουξέ της εποχής, είναι ένα υπερθέαμα».
Η λάμψη και το σκοτάδι της νύχτας, οι ανθρώπινες σχέσεις που ακροβατούν ανάμεσα στην τρυφερότητα και στην απελπισία, η ανάγκη για αναγνώριση και αγάπη- όλα όσα περιγράφει ο Αλεξανδρής συνεχίζουν να απασχολούν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, το «Αυτή η νύχτα μένει» μιλά για εκείνη τη λεπτή γραμμή, όπου το όνειρο συναντά την επιβίωση και η τέχνη αγγίζει τη ζωή.
Στο βιβλίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου το 2000, τιμημένη με έξι κρατικά βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την εκπληκτική μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη. Το 2016 μεταφέρθηκε στο θέατρο σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή και το 2022 έγινε τηλεοπτική σειρά στον Alpha.
Μια δημοσιογράφος (Εύα Βάρσου) πασχίζει να ανακαλύψει – ως παρατηρητής και συγγραφέας – στοιχεία για τον κόσμο της νυχτερινής διασκέδασης στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 και του ’90, τότε που οι άνθρωποι της μεταπολιτευτικής περιόδου έβλεπαν μια καλύτερη ζωή να ανοίγεται μπροστά τους, εφόσον έρεε το δανεικό χρήμα.
Ένας ηθοποιός κατρακυλάει από την υψηλή τέχνη στον κόσμο της νύχτας και των σκυλάδικων. Κατρακυλάει ή απογειώνεται; Πώς βιώνει το ταξίδι αυτό με τα εφόδια που κουβαλάει σε μια σκοτεινή πραγματικότητα, όπου οι άνθρωποι αφήνουν τα πάθη τους να αναδύονται αχαλίνωτα, για να επιστρέψουν το πρωί στις καθημερινές τους ζωές;
Γνωρίζει τους νόμους της νύχτας και επιβιώνει στα όρια της απόλαυσης και της καταστροφής. Εκεί, όπου οι αντιστάσεις χαλαρώνουν και οι πελάτες εμφανίζουν τον αληθινό τους εαυτό.
Στην πολυπρόσωπη παράσταση δεν υπάρχει μύθος ούτε γραμμική αφήγηση. Πρόκειται για ένα δραματοποιημένο κείμενο που έγραψε ο σκηνοθέτης, εξ αφορμής του βιβλίου του Θάνου Αλεξανδρή.
Είναι μουσικοθεατρική αναβίωση της νύχτας σε μπουζουκομάγαζα λαϊκής κατηγορίας, σε μια εποχή που πλέον έχει παρέλθει, στους πρωταγωνιστές της, στις υπερβολές της, στους καημούς της, στις ιεροτελεστίες της και στους κινδύνους της.
Μια νύχτα που έμενε τότε σαν πιστοποίηση αλήθειας του φημισμένου στίχου «μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την γλεντήσουμε…», που δοκίμαζε θαμώνες εξαρτημένους ή περιστασιακούς με κάθε είδους πειρασμό και αντιπερισπασμό, αναβιώνει στην παράσταση του ΚΘΒΕ και προσφέρει διασκέδαση, εκτόνωση, χαρά και συμμετοχή, εφόσον αρκετοί θεατές τραγουδάνε τα γνωστά παλιά καψουροτράγουδα, μαζί με τους επί σκηνής καλλιτέχνες.
Εκείνη η νύχτα, λοιπόν, των υποβαθμισμένων λαϊκών μαγαζιών του ’80 και του ΄90, είναι στη σκηνή η νύχτα η θεατρική, που στενάζει υπό των ήχων των τραγουδιών και των ακκισμάτων των χορευτών, που ονειρεύεται, φωνάζει, γελάει, κλαίει και φαλτσάρει, που πλακώνεται και ξοδεύεται στα ποτά και στους αναστεναγμούς των πελατών, εξ επαρχίας καταγόμενων, όπου το σκυλάδικο «Όνειρο» απεικονίζεται σε ένα τεράστιο πατάρι, το λες και πίστα, άδειο από σκηνικά πλην των αρθρωτών σπετσάτων που καθορίζουν χώρους, μερικών τραπεζοκαθισμάτων και ενός πολυελαίου, να κοροϊδεύει τη φτηνιάρικη «πολυτέλεια» του χώρου, έτσι όπως σχεδίασε την εικαστική εγκατάσταση η Φρόσω Λύτρα.
Όμως, οι άνθρωποι που γεμίζουν τη σκηνή έχουν φωνή, έχουν ψυχή, έχουν καρδιά που πονάει, έχουν μεράκια που τα γλυκαίνει το μπουζούκι, χορεύουν και τραγουδούν, ανταλλάσσουν σκληρά λόγια, μα και ερωτόλογα.
Ιδιαίτερα σε περιοχές με αγροτικό πληθυσμό, τα σκυλάδικα έκαναν θραύση. Ήταν η εποχή με τις αγροτικές επιδοτήσεις και το χρήμα που έρρεε άφθονο στην επαρχία. Ο Θάνος Αλεξανδρής αναφέρει χαρακτηριστικά ότι υπήρχαν κάποιοι που ξόδευαν ακόμα και 1.000.000 δραχμές τη βραδιά σε ορισμένα από αυτά, όχι μόνο για να ακούσουν τα τραγούδια, αλλά και για να φλερτάρουν τις τραγουδιάρες.
Και παραθέτει το παράδειγμα μιας ώριμης και εύσωμης γυναίκας, την οποία «κυνηγούσε» καψούρης εργολάβος οικοδομών, που αφού χαράμισε μια περιουσία, συνευρέθηκε ερωτικά μαζί της στην καρότσα του φορτηγού του, δίπλα στα χαλίκια που κουβαλούσε!
Και, βέβαια, οι γυναίκες δε χρειάζονταν να έχουν ιδιαίτερα φωνητικά προσόντα. «Οι γυναίκες όμορφες ή άσχημες, αδύνατες ή εύσωμες, ψηλές ή όχι, γίνονταν ανάρπαστες. Όλες! Δε χρειαζόταν καν να τραγουδάνε, αρκούσε να είναι γυναίκες! Βρίσκαμε κοπέλες σε σούπερ μάρκετ ή εργοστάσια για τα μπαλέτα. Και έπαιρναν νυχτοκάματο στις αρχές του ’80 κάπου 6.000 δραχμές, επί μέσου μισθού 3.000 δραχμών τον μήνα» προσθέτει ο Θάνος Αλεξανδρής.
«Βαριά» ερωτικά λαϊκά, άφθονο ουίσκι, σπάσιμο γύψινων πιάτων, λουλούδια, μπραβιλίκι, ντουμάνι από καπνούς, ναρκωτικά, κάποιες φορές, κονσομασιόν σε πολλά από αυτά και… χρυσόσκονη ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά των σκυλάδικων.
Η δεκαετία του 1980 μπορεί να χαρακτηριστεί ως δεκαετία διασκέδασης, όπου το ευρύτερο κλίμα που διαμορφώθηκε ώθησε ανθρώπους, από όλα τα κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες, να διασκεδάσουν με περισσότερη διάθεση και λιγότερους περιορισμούς απ’ ό, τι οι δεκαετίες που προηγήθηκαν ή εκείνες που ακολούθησαν.
Επίσης, ήταν δεκαετία μεγάλης απήχησης και σημαντικών ιδεολογικών ανακατατάξεων στους τρόπους πρόσληψης του λεγόμενου «λαϊκού» τραγουδιού. Οι πελάτες των κέντρων (εννοείται των σκυλάδικων) πλήθυναν, το κοινωνικό τους φάσμα διευρύνθηκε και είχαν πολλά χρήματα να ξοδέψουν». Οι παράμετροι αυτές αναφέρονται στο βιβλίο, αλλά παραμένουν στη φρέσκια παράσταση κι ο θεατής το αντιλαμβάνεται σαφέστατα.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι στίχοι των σκυλάδικων τραγουδιών. Διαρκείς αναφορές στην τρέλα, την αμαρτία, το αλκοόλ, τη νύχτα, τον έρωτα και το χρήμα. Ξεχωριστή αναφορά στο ουίσκι, που ήταν σχεδόν το μοναδικό αλκοολούχο ποτό στα ποτήρια των νυχτόβιων πελατών του σκυλάδικου.
Ο μέγιστος Σταμάτης Κραουνάκης ντύνει και αυτή την παραγωγή με τις μουσικές και τα τραγούδια του, τα τέσσερα είναι καινούργια, ενώ τους ηθοποιούς ντύνει με πρέποντα κοστούμια για νυχτομάγαζο, όπου πρωταγωνιστούν κορμιά που λικνίζονται σε καρέκλες , σε τραπέζια και στο σανίδι, ο Νίκος Χαρλαύτης, κι ο Στέλιος Τζολόπουλος φωτίζει πρόσωπα και χώρο. Την κίνηση όλων των καλλιτεχνών επιμελήθηκε ο Δημήτρης Παπάζογλου, ο οποίος υποδύεται και έναν περφόρμερ, μια περσόνα διφορούμενου φύλου.
Όλοι οι ηθοποιοί, οι χορευτές, οι μουσικοί είναι εξαιρετικοί κι οι καθένας τους, μια ισχυρή μονάδα, ένας πυλώνας στο οικοδόμημα. Φυσικά, είναι δίκιο να θεωρηθεί «μεταμόρφωση», από το λαμπερό ensemble της παράστασης, ένα ταξίδι μέσα σε «καπνισμένους» ρόλους μιας συγκεκριμένης εποχής ή στην όποια πνευματικότητα των κειμένων.
Πρόκειται για μια σωστή αναπαράσταση ύφους και ήθους ανθρώπων που γαλουχήθηκαν στα σκυλάδικα της επαρχίας και είναι περιττό να μιλήσω γι’ αυτούς τους ταλαντούχους ηθοποιούς, ότι σημασία έχει το ταξίδι, η υπέρβαση του εαυτού, η φυσική και ψυχική μεταμόρφωση, αυτή που κάνει τη δουλειά τους πεδίο μαγείας, τόπο ομορφιάς, πηγή έμπνευσης και επινοητικότητας. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι συμβαίνει κάτι παρόμοιο στην απόδοση της ατμόσφαιρας που επικρατούσε σε αντίστοιχα νυχτομάγαζα στις δεκαετίες του ‘ 80 και του ’90.
Ωστόσο, επικεντρώνοντας οι σημερινοί θεατές το ενδιαφέρον τους στη νυχτερινή ψυχαγωγία των νεοελλήνων της παραπάνω περιόδου, λαμβάνουν πληροφορίες για τις καθημερινές εξορμήσεις των προγόνων τους σε μια εποχή, όπου σε κάθε γωνιά ήταν στημένο ένα πρόχειρο οίκημα, πολλές φορές παράπηγμα, με φωτεινές επιγραφές από νέον και που οι άνθρωποι έφευγαν από τα μαγαζιά, που τότε λειτουργούσαν επτά ημέρες την εβδομάδα, και πήγαιναν κατευθείαν για δουλειά, χωρίς τις έγνοιες της εφορίας και τον ζυγό των μνημονίων.
Όταν νέοι θεατές- αναγνώστες μαθαίνουν ότι οι θαμώνες, που θα μπορούσαν να είναι πατεράδες τους ήταν διατεθειμένοι, για μια μεσόκοπη κυρία, να ξοδέψουν σε μια βραδιά όλη την επιδότηση που πήραν από το κράτος ή να πουλήσουν χωράφια και ακίνητα για μια γκόμενα δεύτερης κατηγορίας, ξαφνιάζονται, απορούν, ίσως να ειρωνεύονται, πιθανώς να ξεκαρδίζονται στα γέλια, όμως δεν μπορούν να κάνουν συγκρίσεις με τη δήθεν διασκέδαση στα σημερινά ορθάδικα «Ελληνάδικα, επομένως αφήνονται στην απόλαυση που προσφέρει ένα πολυθέαμα, όπως η παράσταση του ΚΘΒΕ «Αυτή η νύχτα μένει».
Συντελεστές
Θεατρική διασκευή – Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης
Εικαστική σύνθεση και εγκατάσταση: Φρόσω Λύτρα
Χορογραφία: Δημήτρης Παπάζογλου
Ενορχηστρώσεις – Μουσική Διδασκαλία: Πάνος Κοσμίδης
Video visuals: Γρηγόρης Αποστολόπουλος DADA ART
Συνεργάτις σκηνογράφος – ενδυματολόγος: Δανάη Πανά
Βοηθός μουσικής διδασκαλίας: Παναγιώτης Μπάρλας
Βοηθός χορογράφου: Αναστασία Κελέση
Βοηθός φωτιστής: Στάθης Φρούσσος
Οργάνωση παραγωγής: Αλέξης Τζίμας
*Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης: Γεωργιάδου Χριστίνα
*Ο Στάθης Φρούσσος, βοηθός φωτιστής, απεβίωσε λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα της παράστασης
Διανομή
Θάνος Αλεξανδρής – Μετρ, Οδηγός ταξί, Οδηγός Κτελ, Μπάρμαν, Τραγουδιστής
Νίκος Γεωργάκης – Κύριος Σούλης, Πελάτης σε νυχτερινά κέντρα, Ρεσεψιονίστ Ξενοδοχείου, Σουβλατζής
Σοφία Καλεμκερίδου – Ρίτα, Νίτσα, Πελάτισσα σε νυχτερινά κέντρα, Λουλουδού, Φρόσω
Κώστας Σαντάς – Αφεντικό νυχτερινού κέντρου, κύριος Νώντας
Πηνελόπη Σεργουνιώτη – Κατερίνα, Πελάτισσα σε νυχτερινά κέντρα
Γιάννης Τσάτσαρης – Δημήτρης Κοντός, Μπάρμαν, Πελάτης σε νυχτερινά κέντρα
Χορευτές επί σκηνής:
Μουσικοί επί σκηνής:
Τραϊανός Αλμπανούδης (μπάσο)
Παναγιώτης Μπάρλας (πιάνο)
Παύλος Παφρανίδης (μπουζούκι)
Ζωγράφος Σταυρίδης (ακορντεόν)
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ




