Πολιτισμός

«ΤΑ ΒΑΤΡΑΧΙΑ» στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων (Κριτική από τον Παύλο Λεμοντζή)

Διασκευή των ΄Έφη Μπίρμπα – Άρη Σερβετάλη στο έργο του Αριστοφάνη «Οι Βάτραχοι»

Ο καιρός μας ευνοεί τις μεταφράσεις, τις διασκευές, τις μεταφορές στη σύγχρονη εποχή κλασικών έργων, ώστε να «κοινωνεί» ο θεατής- αναγνώστης τα καινούργια κείμενα, τα «εμπνευ­σμένα» από τις μεταποιήσεις κάθε είδους, ενδεχομένως και από τις παραποιή­σεις, αντιγραφές ή άτεχνες απομιμήσεις. Όμως, σ’ αυ­τή τη μεταποιητική διαδικασία παρατηρούνται δημιουργικές τάσεις και επισημαίνονται αξιοσημείωτα επιτεύγματα.

Αξίζει να μιλήσουμε για μια πραγματική αναδημιουργία αρχαιοελληνικών κείμενων, που αποβαίνουν σύγχρονα με επεμβάσεις μορφικής μεταλλαγής και με αξιόλογες, χρήσιμες αναμορφώσεις περιεχομέ­νου. 

Τις αλλαγές, εφόσον συμβαίνουν, ονομάτων ή ιστορικών γεγονότων, συνοδεύουν βαθύτερες και πιο ουσιαστικές παρεμβά­σεις: παραλληλισμός των ηθικών, κοινωνικών, πολιτιστικών αξιών με σημερινές και με ταυτόχρονη αλλαγή της ψυχολογίας των ηρώων. Πρόκειται για προσωπικές κατακτήσεις, οι οποίες προσμετρώνται στην αρχαιοελληνική γραμματεία, ως έργα ανανεωμένης πρωτοτυπίας από «δεύτερο χέρι», αλλά με δικές τους αξιοπρόσεκτες αρετές. Όλα όσα, δηλαδή, ευαγγελίζεται η φορμαλιστική τέχνη.

 Η προσπάθεια κατανόησής της, οδηγείται μέσα από τα φιλοσοφικά μονοπάτια του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και του Ιμμάνουελ Καντ στους πειραματισμούς της avant-garde και στο σύγχρονο ιδεώδες της κοινωνικής και της εννοιολογικής τέχνης, εν προκειμένω, της θεατρικής τέχνης.

Μια τέτοια περίπτωση είναι το έργο «Οι βάτραχοι» του Αριστοφάνη σε διασκευή της Έφης Μπίρμπα, μετάφραση Κωνσταντίνου Μπλάθρα και νέο τίτλο «Τα βατράχια».

Υπόθεση

Το δυσοίωνο έτος 405 π.Χ. η Αθήνα κατεστραμμένη από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ηττημένη στην αναμέτρηση με τους Σπαρτιάτες, με συντετριμμένο ηθικό, αναζητούσε μέσα από τα ερείπια ελπίδες για αναζωογόνηση του παλαιού κλέος της. Την ερεβώδη εκείνη εποχή ο ιδιοφυής Αριστοφάνης συνέθεσε ένα αλληγορικό έργο, στο οποίο υποστήριζε πως η ποιητική ήταν εκείνη που θα αναπτέρωνε το ηθικό των πολιτών, με τα διδάγματα και το ήθος της.

Χρησιμοποιεί τον θεό Διόνυσο, που αποφασίζει να μεταβεί στον Άδη συνοδευόμενος από τον δούλο του Ξανθία. Μετά από περιπετειώδη πορεία βρίσκει τους θανόντες ποιητές Αισχύλο και Ευριπίδη, προκειμένου να επιλέξει ποιόν θα πάρει στον Άνω Κόσμο, για να εμφυσήσει θάρρος στους δοκιμαζόμενους Αθηναίους.

 Οι δύο ποιητές ανταγωνίζονται μεταξύ τους χρησιμοποιώντας επιχειρήματα και τεχνάσματα, προς επικράτηση.

Ο Διόνυσος, στο μεταξύ, συναντάται με τον Ηρακλή για να μάθει τα κατατόπια του Άδη. Ο μυθικός ήρωας περιπαίζει την ενδυμασία του θεού: («ρόπαλο, κόθορνοι»).

Τελικά, νικητής αναδεικνύεται ο Αισχύλος, διότι αντιπροσώπευε τη δόξα της πόλης μετά από τους Περσικούς Πολέμους. Ο Ευριπίδης απορρίφθηκε, ύστερα από σκληρό και επίπονο αγώνα, αλλά ήταν νεωτεριστής και επικριτικός στους θεσμούς.

Οι «Βάτραχοι» αποτελούνται από 1533 στίχους, που είναι δομημένοι περίτεχνα με τη δέουσα πλοκή, τον πανταχού παρόντα Χορό, κυρίως όμως, με την διαμάχη του λόγου ανάμεσα στους επιφανείς δραματικούς ποιητές.

Ανάγνωση

 Ο Αριστοφάνης επιμένει στη διαπάλη ιδεών και στη σύγκρουση ανάμεσα σε θεατρικές παραμέτρους, με απώτερο στόχο την κοινωνική βελτίωση, την ανάνηψη της πόλης, την ατομική πρόοδο. Με τη μέθοδο αυτή, μια κωμωδία, ένα σκώμμα, μετατρέπεται σε κριτικό λόγο, σε εμβάθυνση στον πλούτο των λέξεων, σε επισήμανση υπερβολών ή και λαθών.

 Οι ακραίοι χαρακτηρισμοί μεταξύ των μεγάλων τραγωδών, παρόλη την υπερβολή τους, θίγουν εύστοχα την ανατροπή των αξιών, τη μετρική αντιφώνηση, τον αναδιδόμενο από τις συλλαβές ήχο, το ιδεολογικό φορτίο τραγωδιών. Ο μέγας σατιρικός, σε βάρος της απαραίτητης δράσης, δίνει νοηματικό ύψος στο περιεχόμενο των έργων του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Σκοπός είναι η διδαχή των χειμαζόμενων Αθηναίων, όπως άλλωστε το είχε πράξει επιτυχώς στους «Όρνιθες» (414 π.Χ.) με την αλληγορική απεικόνιση μιας ουράνιας πολιτείας πουλιών, για να λάβει εξέχουσα θέση ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους.

 Εκεί ο Αριστοφάνης κατέφυγε στον ουρανό, ενώ στους «Βατράχους» επισκέφθηκε τον Άδη, ντυμένος ως Διόνυσος. Παντού διατρέχει ένας εμπαιγμός των κακών κειμένων της κοινωνίας.

Στη νεότερη εποχή οι «Βάτραχοι» ανέβηκαν στην Επίδαυρο πρώτη φορά το 1959 σε σκηνοθεσία Αλ. Σολωμού. Διδάχθηκαν επίσης στο θέατρο Τέχνης το 1966, σε σκηνοθεσία Κ. Κουν, στο ΚΘΒΕ το 1971, σε σκηνοθεσία Κ. Μιχαηλίδη, στο Αμφιθέατρο το 1977, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου και σε πλήθος άλλων παραστάσεων.

Η παράσταση

«Έχουμε μπει σε μια χειρουργική διαδικασία όσον αφορά το κείμενο. Είναι μια διασκευή με κέντρο τον Αριστοφάνη, έτσι όπως τον διάβασα και τον αντιλήφθηκα, και πρέπει να χαρακτηριστεί ως διασκευή για να μην υπάρχουν παρανοήσεις. Η νέα μετάφραση έφτιαξε ένα νέο γλυπτό, στο οποίο εγώ κλήθηκα να βρω τις διόδους που αισθανόμουν ότι το κείμενο φέρει και να οδηγηθώ σε αυτή την παραστασιακή εκδοχή. Τα κείμενα είναι εκεί ως πηγές και ως μήτρες, αλλά φέρνουν μαζί τους κατολισθήσεις. Ένιωσα ότι υπάρχει ένας βιότοπος σε αυτές τις μετατοπίσεις, που εκκινούν από τις ίδιες τις γραμμές του Αριστοφάνη». Δήλωσε η σκηνοθέτις Έφη Μπίρμπα σε πρόσφατη συνέντευξή της.

Στο Επιδαύριο σκηνοθετικό της βάπτισμα (τι εμμονή κι αυτή με το εν λόγω «βάπτισμα», εφόσον – κατά τους δημοσιολογούντες ή και καλλιτέχνες – όλες οι παραστάσεις που ανεβαίνουν σε διάφορα σημεία της χώρας, είναι απλώς περιοδείες σε συνηθισμένες θεατρικές πιάτσες, για την απόσβεση των εξόδων. Τι άδικο, αλήθεια, για τη θεατρική τέχνη), η Έφη Μπίρμπα παραδίδει μια κωμωδία με DNA τραγωδίας σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Μπλάθρα, διασκευή σε συνεργασία με τους Κωνσταντίνο Μπλάθρα και Άρη Σερβετάλη και μουσική του Constantine Skourlis. Τη διανομή συμπληρώνει μια εξαιρετική ομάδα ερμηνευτών: Άρης Σερβετάλης, Μιχάλης Σαράντης, Αργύρης Ξάφης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Έκτορας Λιάτσος, Μιχάλης Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη και Κυριάκος Σαλής.

Στο πλήρες, για άλλη μια φορά, αρχαίο θέατρο των Φιλίππων, κάποτε χαμηλώνουν τα φώτα. Από την πάροδο στ’ αριστερά της ορχήστρας ακούμε ντελάληδες να διαλαλούν πραμάτειες: φυτά, λουλούδια, καρπούς, όπως στα πανηγύρια. Είναι ο Διόνυσος ( Άρης Σερβετάλης) μαζί με τον δούλο του τον Ξανθία (Μιχάλη Σαράντη), που είναι βαστάζος, ζεμένος σαν υποζύγιο με τα υπάρχοντά τους. Ψάχνουν την είσοδο του σκοτεινού βασιλείου του Πλούτωνα, για να φέρουν πίσω στη ζωή έναν μεγάλο ποιητή, που τόσο λείπει από μια πεζή, ίσως και αισχρή πραγματικότητα. Ευφάνταστη και απρόσμενη η έναρξη, σηματοδοτεί και αυτή την πλευρά του Θεού του κρασιού και της βλάστησης.

Η σκηνή παραπέμπει στον Δον Κιχώτη με τον Σάντσο Πάντσα, αλλά και στον Μπέκετ (Περιμένοντας τον Γκοντό), ενώ δείχνει εξαρχής τη θαυμάσια χημεία των δύο ηθοποιών, που, όμως, διαρκεί κάτι περισσότερο απ’ ό,τι θα θέλαμε. Ο Διόνυσος υμνεί τη φύση και τα δώρα της ή ό,τι σχηματίζει, λίγο πριν επιχειρήσουν την κάθοδο στον Άδη: «Καταρράκτες, όχθες, ακροβούνια, παγετώνες, λάσπες, μάρμαρα, μυρμήγκια». Ο Ξανθίας τον παρακαλεί να μη συνεχίζουν. Φοβάται το σκοτάδι.

Φτάνουν στην όχθη της Αχερουσίας λίμνης, που παριστάνεται με ένα τελάρο έχον αντανάκλαση καθρέφτη. Εύρημα λειτουργικό στην κίνηση και στην εικόνα. Στην άκρη της λίμνης του Αχέροντα , που καλύπτει όλη την ορχήστρα, δεσπόζει ένας τεράστιος μπόγος, με δεμένα πάνω του όλη τη σκευή ενός νοικοκυριού σε περιπλάνηση. Κι εδώ τα αντικείμενα γίνονται σημεία, ο δε θεατής καλείται ν’ αναλύσει τις σημαίνουσες ιδιότητές τους, ώστε να τα εντάξει στη λειτουργία της σκηνής. Η σκηνοθεσία της ΄Έφης Μπίρμπα είναι σαφέστατα η τέχνη απορρόφησης του εξωτερικού κόσμου, ο οποίος παίζει ρόλο στη μυθοπλασία.

Εμφανίζεται ο Ηρακλής (Έκτορας Λιάτσος), με ρόπαλο σαν τιμόνι βάρκας, αυτής που θα οδηγήσει κατόπιν ο Διόνυσος στο ταξίδι της Καθόδου. Εδώ ξεπροβάλλουν τα βατράχια – Χορός, κοάζοντας τραγούδια αποχαιρετισμού, σαν φοβικούς θορύβους, τέτοιους που προκαλούν το δέος του Χάρου, στην πιο σκοτεινή σκηνή της παράστασης, στην πιο παραστατική του θανάτου, στην πιο υπαρξιακή, στην πιο κοντινή στην ποίηση, στην πιο μακρινή από την κωμωδία. Μια επιλογή που κυριάρχησε τόσο στο κείμενο όσο και στην όψη της καινοτόμου παράστασης της Έφης Μπίρμπα, με πολλές αναφορές στο επερχόμενο τέλος, αυτό που κάθε μέρα πλησιάζει. Βέβαια, η Έφη Μπίρμπα έχει βάλει ως υπότιτλο της παράστασης της τη φράση «Μια κωμωδία με DNA τραγωδίας», δηλώνοντας εξαρχής την προσέγγισή της.

Το ιδιόρρυθμο δίδυμο φτάνει στον Κάτω Κόσμο και συναντιέται με τον Αισχύλο (Αργύρη Ξάφη), φιγούρα της comedia del’ arte, και τον Ευριπίδη (Έκτορα Λιάτσο), που μοιάζει με τον Σαιξπήρο. Σαφής αναφορά στη διαχρονικότητα του κειμένου, την επιρροή που είχε και έχει στην παγκόσμια δραματουργία. Ο Διόνυσος τώρα πρέπει ν’ αποφασίσει ποιον θα πάρει μαζί του στον επάνω κόσμο.

Είναι η στιγμή της πιο δημοφιλούς σκηνής του έργου, αυτή της λεκτικής μονομαχίας Αισχύλου – Ευριπίδη. Η σκηνοθέτις τη δίνει με τον ιδιότυπο, φορμαλιστικό τρόπο της κι είναι οπωσδήποτε διαφορετική από όσες παραστάθηκαν έως σήμερα. Επιλέγει τον αυτούσιο λόγο των ποιητών με αποσπάσματα από τραγωδίες τους. Έτσι, η Ηλέκτρα Νικολούζου υποδύεται τον Αγγελιαφόρο από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, ενώ η Μαίρη Μηνά γίνεται Κλυταιμνήστρα από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Εξαιρετικές και οι δύο, παρότι απρόσμενοι οι ρόλοι. Η μόνη κωμική νότα έρχεται από τον εξαιρετικό Διόνυσο-Σερβετάλη, καθώς βάζει αστεράκια σε κάθε ερμηνεία και σε κάθε απόσπασμα.

Λίγο πριν πάρει την τελική του απόφαση ο Διόνυσος, εκείνος ο τεράστιος μπόγος στην ορχήστρα ξεσκεπάζεται και μένει γυμνή μια πελώρια κατακόκκινη καρδιά.

Έξοχο εύρημα – υπαινιγμός. Η καρδιά είναι από τα πιο σημαντικά όργανα του οργανισμού μας. Συμβολίζει την τρυφερότητα, την αγάπη, κάτι μοναδικό και πολύτιμο.

 Πάνω της ανεβαίνει ο Διόνυσος. Στην παράβαση που ακολουθεί, μιλάει για την ανάγκη ενός καινούργιου κόσμου κι ενός ανθρώπου που θα δώσει μέγιστη διάσταση στα ευγενή συναισθήματα.

Η Έφη Μπίρμπα που υπογράφει και τα σκηνικά, στήνει μια ιδιαίτερης, ενδιαφέρουσας εικαστικής όψης πρόταση , ενορχηστρώνει εύστοχα τα φώτα, τη μουσική, την κίνηση (ο στροβιλισμός του χορού των Μυστών με τα θαυμάσια φορέματα που αντικατοπτρίζονται στον καθρέφτη της ορχήστρας είναι επιπλέον εύρημα ) και επιλέγει μια περισσότερο υπαρξιακή, μεταφυσική, μελαγχολική, σκοτεινή παράσταση, με πινελιές χιούμορ και σαρκασμού των οικείων κακών, ενώ μας χαρίζει δύο σπουδαίες ερμηνείες. Του Άρη Σερβετάλη και του Μιχάλη Σαράντη, δύο ηθοποιών εξασκημένων στο σωματικό θέατρο και με αξιομνημόνευτο εύρος θεατρικής παιδείας και υποκριτικής ικανότητας.

Οι υπόλοιποι ερμηνευτές της παράστασης ( Αργύρης Ξάφης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Έκτορας Λιάτσος, Μιχάλης Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη, Κυριάκος Σαλής), υποδύονται εύστοχα όλους τους ρόλους που κλήθηκαν να υπηρετήσουν.

Σαφώς, υπάρχουν προβλήματα στον ρυθμό σε αρκετά σημεία (ιδίως στην πρώτη σκηνή και στη σκηνή της σύγκρουσης Αισχύλου-Ευριπίδη).

Το μεγάλο μείον της παράστασης, η έλλειψη χορικών και η περιθωριοποίηση του Χορού. Καινοτομία αυστηρή, σκοτεινή και υπαινικτική για το έρεβος που περιμένει τους θνητούς στον Κάτω Κόσμο, γι’ αυτό και οι εξόδιοι ύμνοι και τα κύκνεια άσματα ζαλίζουν τον Διόνυσο, ο οποίος πονάει, υποφέρει και το δείχνει καθώς καταρρέει, ενώ ο Ξανθίας συνεχίζει τις βόλτες του στη χώρα των Σκιών, περιπαίζοντας του Μύστες που έρχονται αμέσως μετά.

Ιδιαίτερη αναφορά στα κοστούμια που έφτιαξαν η Έφη Μπίρμπα και η Βασιλεία Ροζάνα, καθώς συμβάλουν στην ανάδειξη των κωμικών ηρώων, τα δε γυναίκεια βαρύτιμα φορέματα, εντυπωσιάζουν σαν Ινφάντες που ξεπηδούν από πίνακες του Γκόγια , σαν γυναίκες της αυλής στη Βικτωριανή εποχή.

Η μουσική του Constantine Skourlis είναι ο ιδανικός αρωγός της σκηνοθετικής προσέγγισης. Διακριτική, παρούσα στις κρίσιμες στιγμές και επιτυχώς υποβλητική. Οι φωτισμοί δε του Γιώργου Καρβέλα, ατμοσφαιρικοί και στο πνεύμα της σκηνοθεσίας.

 Συμπερασματικά, η παραγωγή του «Χώρου Τέχνης» σε συμπαραγωγή με το «Φεστιβάλ Αθηνών», είναι μια παράσταση που εγγράφεται σ’ εκείνες που τα τελευταία χρόνια επιχειρούν να προσεγγίσουν εκ νέου τα αριστοφανικά κείμενα, μακριά από επιθεωρησιακού τύπου προσεγγίσεις, παρότι η ζυγαριά που δεν είδαμε στη σκηνή της σύγκρουσης Αισχύλου-Ευριπίδη, γέρνει περισσότερο στη μεταφυσική αναζήτηση του ιδανικού μελλοντικού ανθρώπου. Θαρρώ, ότι απομακρύνθηκε λίγο περισσότερο από τον πυρήνα του αρχικού κειμένου, χωρίς όμως να το προδίδει, επειδή τηρήθηκε η δομή της Αρχαίας Κωμωδίας, με αξιόλογη δομή: πρόλογος, πορεία προς τον Αγώνα, Αγών, παράβαση, ιαμβικές σκηνές.

 Εν πολλοίς, αυτά τα «Βατράχια» είναι ένας διαφορετικός, τρυφερός, συγκινητικός, ποιητικός Αριστοφάνης που, όπως φάνηκε και στο χειροκρότημα, γοήτευσε το κοινό, έστω κι αν η «εικονοκλάστης» σκηνοθέτις έδωσε σε σταγόνες τους κωμικούς χυμούς του έργου, προς χάριν της υψηλής αισθητικής που υπηρετεί με τόση επιτυχία.

 Επίλογος

Αξίζει να τονιστεί ότι οι «Βάτραχοι», παρωδία ηθών, εθίμων, συνηθειών, ασχολούνται με την τραγωδία και δη με το επινόημα αντιπαλότητας ανάμεσα στο ύφος, τη μορφή και το γλωσσικό ιδίωμα δύο διαφορετικών θεατρικών σχολών.

Το Αριστοφάνειο σκώμμα λαμβάνει τη μορφή αγώνα λόγου ανάμεσα σε δύο επιφανείς τραγικούς. Η καθ’ υπερβολήν άποψη, ότι η λογοτεχνία και δη το θέατρο μπορεί να παίζει αποφασιστικό ρόλο στο μέλλον της κοινωνίας, υποστηρίζεται ασμένως.

Η δραματική σκηνική παρουσία ενεργεί ωφελίμως, όταν διέπεται από τον αντιστοίχου ύψους εντυπωσιασμό, όχι ως φάρσα ή προπαγάνδα ή ανάδειξη παρακμιακών τακτισμών , αλλά υπηρετώντας το αισθητικό ιδεώδες, που αγγίζει ανεπαίσθητα μεν , αποφασιστικά δε τις ανθρώπινες ψυχές.

 Η σάτιρα, η διακωμώδηση, ο χλευασμός, ο καυτηριασμός χαρακτήρων ή πράξεων, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η γελοιοποίηση, η εύχαρις καταγγελία, το χιούμορ, ο εμπαιγμός, δεν αποτελούν αποκλειστικά οργανικούς μοχλούς της κωμωδίας, δηλαδή της ψυχαγωγίας, αλλά επεκτείνουν αποφασιστικά την αποστολή τους στην διαπαιδαγώγηση των θεατών και προσομοιάζουν με την τραγωδία, εφόσον υπάρχουν.

Στην παρούσα φορμαλιστική παράσταση, το χιούμορ περιορίζεται σε αστειάκια και το σκότος κυριαρχεί σα συνθήκη που επέλεξε η εικαστικός και σκηνοθέτις του διασκευασμένου πονήματος.

Άλλωστε, στον φορμαλισμό, κάθε φορά που αναζητούμε το βαθύτερο νόημα ενός έργου τέχνης, χάνουμε την ουσία του. Οτιδήποτε αφορά στους συμβολισμούς και στις έννοιες, έπονται των στοιχείων που καθορίζουν τη μορφή του: τις γραμμές, τα σχήματα, τα χρώματα και τις πινελιές. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν ένα μέτρο σύγκρισης, ώστε να έχουμε μία καθολική κατανόηση του καλλιτεχνικού φαινομένου. Επιπλέον, επικεντρώνοντας σε αυτά τα στοιχεία καθιστούμε την ίδια την τέχνη μία αυτόνομη σφαίρα της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Σημαίνει, η τέχνη για την τέχνη.

 Το απολαύσαμε στη συγκεκριμένη παράσταση.

Συντελεστές

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία: Έφη Μπίρμπα

Διασκευή: Έφη Μπίρμπα, Άρης Σερβετάλης, Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Μουσική: Constantine Skourlis

Σχεδιασμός φωτισμών: Γιώργος Καρβέλας

Κοστούμια: Έφη Μπίρμπα, Βασιλεία Ροζάνα

Επιμέλεια κίνησης: Μιχάλης Θεοφάνους

Βοηθός σκηνοθέτιδας-καλλιτεχνική συνεργάτις: Δάφνη Αντωνιάδου

Βοηθός σκηνογράφου-καλλιτεχνική συνεργάτις: Βάσια Λύρη

Βοηθός ενδυματολόγων-καλλιτεχνικός συνεργάτης: Αλέξανδρος Γαρνάβος

Σύμβουλος ήχου: Νικόλας Καζάζης

Φωτογραφίες: Karol Jarek

Κινηματογράφιση: Makeyourownfilms

Γραφείο Τύπου – Επικοινωνία: Μαρία Τσολάκη

Social Media-Διαφήμιση: Renegade Media / Βασίλης Ζαρκαδούλας

Παραγωγή: Χώρος Τέχνης

Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Μιχάλης Σαράντης, Αργύρης Ξάφης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Έκτορας Λιάτσος, Μιχάλης Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη, Κυριάκος Σαλής

*Σε συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.

Σταθμοί περιοδείας

Παρασκευή 25/8 & Σάββατο 26/8 | Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων – Καβάλα

Κυριακή 27/8 | Υπαίθριο θέατρο ΕΗΜ – Φρόντζου – Γιάννενα, Ιωάννινα

Δευτέρα 28/8 | Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο Κοζάνης – Κοζάνη

Πέμπτη 31/8 | Ωδείο Ηρώδου Αττικού – Αθήνα

Δευτέρα 11/9 & Τρίτη 12/9 | Θέατρο Δάσους – Θεσσαλονίκη

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button