«Σεβάς Χανούμ» του Γιώργου Χρονά στο «ΑΥΛΑΙΑ»
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
“Κάθε ιστορία είναι μια διαδρομή χαραγμένη στο μυαλό και στο σώμα…
Με κιμωλία στο πάτωμα”
Κωνσταντίνος Ρήγος
Η συναρπαστική ζωή της Σεβάς Χανούμ, της θρυλικής μορφής του λαϊκού τραγουδιού, ζωντανεύει από 21 Φεβρουαρίου 2024 στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ. Με εργαλείο του τη χειμαρρώδη συνέντευξη που έδωσε η ίδια στον ποιητή Γιώργο Χρονά, ο Κωνσταντίνος Ρήγος επαναπροσέγγισε και επανασύστησε με τον δικό του μοναδικό τρόπο τη θρυλική αυτή τραγουδίστρια.
Μια μοναδική ευκαιρία να απολαύσει κάποιος επί σκηνής την ηθοποιό Κωνσταντίνα Μιχαήλ, σε ρόλο ζωής,να υποδύεται τη Σεβάς Χανούμ.
«Η ιστορία η δική μου, της Σεβάς Χανούμ, Σεβαστής Παπαδοπούλου: Ποντία είμαι. Από τον Εύξεινο Πόντο, από τη Σαμψούντα είμαι. Το γέννημά μου είναι Μακεδόνα. Μακεδόνα είμαι! Γεννήθηκα το 1931, ημέρα Τετάρτη, ανήμερα στα γενέθλια της Παναγίας 8 Σεπτεμβρίου, στις 9 το πρωί».
Το έργο και η παράσταση
Το 1983 μία από τις ωραιότερες λαϊκές φωνές της ελληνικής δισκογραφίας, η Σεβάς Χανούμ, διηγείται την ιστορία της ζωής της σ’ ένα παλιό προσφυγικό σπίτι της Θεσσαλονίκης, στο κασετοφωνάκι του ποιητή και εκδότη Γιώργου Χρονά. Η «αμαζόνα», όπως ήθελε να την αποκαλούν, του ρεμπέτικου τραγουδιού τού μιλά για τον φλογερό της έρωτα με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον παρ’ ολίγον γάμο τους, για τον Πόντο, τη μεταπολεμική Αθήνα, τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, αλλά και για την αρρώστια και το παιχνίδι με τον θάνατο.
Αυτές τις εκτενείς μαρτυρίες ο Γιώργος Χρονάς τις έκανε μονόπρακτο έργο (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός), το οποίο ακολούθως ο Κωνσταντίνος Ρήγος «μεταμόρφωσε» σε θεατρική παράσταση αφιερωμένη στη μοναδική αυτή ιέρεια του λαϊκού τραγουδιού, τη Σεβάς Χανούμ
Λίγοι γνωρίζουν πως πίσω από το όνομα Σεβάς Χανούμ κρύβεται μία θρυλική μορφή του λαϊκού τραγουδιού. Μία γυναίκα μοναδικά δυναμική, που κατάφερε να επιβιώσει σ’ έναν πολύ δύσκολο και ανδροκρατούμενο χώρο, αυτόν του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μία γυναίκα που δε δίστασε να βουτήξει στα πάθη της και να ρουφήξει τη ζωή της μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Ρήγος, πάνω στον μονόλογο που έγραψε ο Γιώργος Χρονάς, με τα υλικά της συνέντευξης, η Κωνσταντίνα Μιχαήλ έγινε η Σεβάς Χανούμ, κατά κόσμον Σεβαστή Παπαδοπούλου, εκείνη την Πρωτομαγιά του 1983, στο σαλονάκι της ανάμεσα σε αναμνήσεις, φωτογραφίες, θυμιατά, ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο που δεν είχε ξεστολίσει. Ντυμένη με μαύρο αυστηρό ταγιέρ, με έναν βήχα να την ταράζει κάθε τόσο, καθώς δεν σταματά να καπνίζει κι ενώ είχε διαγνωσθεί με καρκίνο, εκείνη συνέχιζε ν’ ανάβει τσιγάρα το ένα μετά το άλλο.
Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ, ως Σεβάς, γίνεται το καλειδοσκόπιο και η αξονική τομογραφία του μυαλού και της παραδαρμένης ψυχης τής ηρωίδας.
Ερμηνεύει με δύναμη και συναίσθημα την «καταραμένη» τραγουδίστρια που πάλεψε με «θηρία», που διεκδίκησε την καρέκλα της δίπλα στα «ιερά τέρατα» του ρεμπέτικου, που είπε τραγούδια πρώτη, εκείνα που άλλες φωνές τα ηχογράφησαν αργότερα, που έζησε μια ζωή μέσα σε καπηλειά , έζησε ανεκπλήρωτους έρωτες, έζησε μέσα σε καπνούς από τσιγάρα, έχοντας κι ένα αναμμένο, μονίμως, ανάμεσα στα δάχτυλά της.
Η Σεβάς Χανούμ γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1931 στα Κοκκινόγεια Δράμας και πέθανε τον Μάιο του 1990 στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης. Έγινε διάσημη τραγουδώντας ανατολίτικα τραγούδια. Σεβάς Χανούμ τη βάφτισε ο Τζίμης ο Χονδρός, ο ιδιοκτήτης της θρυλικής ταβέρνας, γιατί ήθελε ένα όνομα να ταιριάζει με τα ανατολίτικα τραγούδια που τραγουδούσε. Μάλιστα, τη διαφήμιζε στις εφημερίδες της εποχής ως τη «Νέα ανακάλυψη Σεβάς Χανούμ, την ωραία του Πέραν».
Ο θυελλώδης της έρωτας με τον Στέλιο Καζαντζίδη άφησε εποχή. Παρόλο που είχαν αρραβωνιαστεί και τραγούδησαν μαζί σε μαγαζιά, δισκογραφικά δεν συνεργάστηκαν ποτέ.
Ο ίδιος ο Στέλιος Καζαντζίδης στο βιβλίο «Υπάρχω» (εκδόσεις Λιβάνη), αναφέρει: «Αυτή που έπινε πάρα πολύ και που ήθελε οπωσδήποτε να με κάνει χασικλή ήταν η Σεβάς Χανούμ. Αυτής της φουκαριάρας της είχε γίνει πάθος. Δεν μπορούσε να τραγουδήσει αν δεν έπινε. Ενώ είχε ωραία φωνή και ήταν αρτίστα σπουδαία, νόμιζε πως, χωρίς αυτό το πράμα, δεν άξιζε τίποτα. Γι’ αυτό και δεν κράτησε πολύ η συνεργασία μου μαζί της. Είδα ότι θα με κατέστρεφε αν συνεχίζαμε».
Σ’ ένα παλιό σπίτι, προσφυγικό, συνάντησε την Σεβάς Χανούμ ο Γιώργος Χρονάς, την Πρωτομαγιά του 1983, στη Θεσσαλονίκη:
«Εμφανίστηκε μπροστά μου και ήταν σαν γυναικείο πρόσωπο σε πίνακα ζωγραφικής του Δημήτρη Λαλέτα. Φορούσε ταγιέρ και ήταν καθαρή, σπάνια.
Είχα να κάνω με ένα πνεύμα των μουσών, της μοίρας των ανθρώπων που θέλουν να σου μιλήσουν για τη δόξα, το παρελθόν, το μέλλον∙ την καταστροφή που προς τα κει βαδίζουν σταθερά. Με βαθιά φωνή, μες σε καπνούς, δίπλα στον καφέ που μου σέρβιρε, μου μίλησε, για διάφορες νύχτες, για την ζωή της, για το πάθος της, το ρεμπέτικο.
Οι δεκαετίες ’50, ’60, ’70 πέρναγαν από μπροστά μου. Η Νίνου, η Μπέλλου, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Μπιθικώτσης… συνομιλητές της. Η Ελλάδα του Βορρά, οι άνθρωποι του τραγουδιού, η πλατεία Ομονοίας, η Βάθης, όλα για το τραγούδι και τον χαμό της.
Οι έρωτές της, ο Καζαντζίδης, η μάνα του, ο παρ’ ολίγον γάμος τους, η αρρώστια της, τα βάσανά της, το παιχνίδι με τον θάνατο. Ένα γνήσιο ποιητικό πρόσωπο μού άνοιγε την καρδιά του. Κι εγώ έκανα το πορτραίτο του, μες σε φωτιές και συντρίμμια μιας ζωής που κυλάει αδιάφορη αφήνοντας τα πλάσματά της στην άκρη.
Μέσα σε τάφο βαθύ, χωρίς οίκτο.
Δυνατή και μόνη.
Κρατώντας από τη Σαμψούντα του Πόντου, γεννημένη στα Kοκκινόγεια της Δράμας.
Κι από κει στη Θεσσαλονίκη κι από κει στην Αθήνα.
Μικρό κορίτσι.
Απένταρη, με μόνο κεφάλαιο την ιερή μανία του ρεμπέτικου.
Στο πάλκο όπως και στη ζωή.
Ο άγονος έρωτας με τον Καζαντζίδη.
Η τρελή περιπέτεια με ένα διάσημο τραγούδι χωρίς τέλος.
Η Βάθη, η Ομόνοια, ο Τζίμης ο Χοντρός, η Τριάνα του Χειλά.
Τα άνθη του κακού.
Οι απαγορευμένες ουσίες.
Τα τραγούδια που δεν είπε.
Τα συμβόλαια που δεν υπέγραψε.
Η αγία Αμαζόνα, η Σεβάς Χανούμ, λέει όλη τη ζωή της απόψε στον νέο δημοσιογράφο που ήρθε να τη γνωρίσει, αλλά παραδίνεται άοπλος στην τρικυμία του μυαλού της.
Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ έχει γοητευτεί απίστευτα από τη Σεβάς Χανούμ και με τη σειρά της αναφέρει: «είναι μία θρυλική τραγουδίστρια που έζησε τη ζωή της με πάθος, χωρίς ποτέ να ηχογραφήσει η ίδια. Έκανε έναν τεράστιο κύκλο στο τραγούδι για να καταλήξει μόνη έρημη και φτωχή, σαν αυτούς τους καλλιτέχνες που εγκαταλείπουν τον κόσμο ξεχασμένοι…
Ήταν μία γυναίκα που κατάφερε να επιβιώσει μέσα στη ζούγκλα των μπουζουκιών, τότε που το ρεμπέτικο πήρε πια μία θέση μεγαλειώδη στην κοινωνία, και που, καλλιτέχνες όπως ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης, ο Χιώτης, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Μαίρη Λίντα, μεσουρανούσαν. Τότε το λαϊκό τραγούδι είχε πολλά λεφτά. Άνθιζε. Και η Σεβάς Χανούμ το έζησε αυτό σε όλο του το μεγαλείο.»
Στην παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου, βλέπουμε μια γυναίκα στο πάλκο, με τον τσαμπουκά και τα πιστεύω της που έκανε μια μεγάλη καριέρα. Μια ηρωίδα που γοητεύτηκε από τη λάμψη και έκαψε τα φτερά της σαν νυχτερινή πεταλούδα στη φωτιά. Αναλώθηκε στις καταχρήσεις, στα γλέντια και τις περιοδείες. Δεν κράτησε καθόλου χρήματα, αρρώστησε βαριά και απέμεινε μόνη. Τη βλέπουμε και την ακολουθούμε στον μονόλογό της. Έχει τα ζόρια και τα παράπονά της, ζητά να τη συντρέξουμε, αλλά πια είναι αργά.
Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ ερμηνεύει αυτή τη γυναίκα του ρεμπέτικου τραγουδιού και γοητεύει. Ο Ιάσονας Χρόνης πλάι της είναι ο δημοσιογράφος στον οποίο διηγείται τη ζωή της η Σεβαστή και, ταυτόχρονα, ένας εκπληκτικός τροβαδούρος. Έξοχη συνύπαρξη. Μαζί οι δυο τους δημιουργούν έντονα συναισθήματα, κερδίζουν την αίθουσα και την παρασύρουν στη συγκίνηση, που αφήνει ελεύθερη η Κωνσταντίνα Μιχαήλ να τρέξει από τα μάτια της. Δείτε την παράσταση, όπου τη συναντήσετε.
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Γιώργος Χρονάς
Σκηνοθεσία – διασκευή: Κωνσταντίνος Ρήγος
Φωτισμοί: Χρήστος Τσιόγκας
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ρήγος
Δημιουργικό αφίσας: Κωνσταντίνος Γεωργαντάς
Γραφείο Τύπου – Προβολή: Γιάννης Δαλάκας
Παραγωγή: Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ
Ερμηνεύει η Κωνσταντίνα Μιχαήλ
Στο ρόλο του δημοσιογράφου ο Ιάσονας Χρόνης
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ