«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου στη Μονή Λαζαριστών από το Κ.Θ.Β.Ε.
Πρόλογος
Σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία σε επίπεδο υποδομών, αξιών και στάσεων ζωής, σύμφωνα με τα δεδομένα μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η συνάντηση γιατρού-ασθενούς δύναται να βασιστεί σε πατερναλισμό, πληροφόρηση, ερμηνεία ή συζήτηση. Ανάλογα με την επιστημονική πληρότητα του «πομπού» και του μορφωτικού επιπέδου του «δέκτη». Αυτή η συνάρτηση είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η κωμωδία του Μολιέρου «Ο κατά φαντασίαν ασθενής».
Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Παλαί – Ρουαγιάλ του Παρισιού στις 10 Φεβρουαρίου του 1673, ως κωμωδία τριών πράξεων, με πρόζα, χορευτικά και μουσική, σε συνθέσεις του Μάρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα.
Στη χώρα μας έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές, με πρώτη καταγεγραμμένη παράσταση αυτή του του Εθνικού Θεάτρου (1953/54), σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολωμού και με τον Χριστόφορο Νέζερ στον ρόλο του Αργκάν.
Το 1972 το Κ.Θ.Β.Ε. ανεβάζει τη γνωστή κωμωδία του Μολιέρου – με τον Μίμη Φωτόπουλο στον κεντρικό ρόλο – σε μετάφρασή Ιωάννη Πολέμη και σκηνοθεσία Πιερ Πεϊρού και κάνει πρεμιέρα στην Καβάλα, στο ΔημοτικόΘέατρο «Παλλάς», σημερινό «Αντιγόνη Βαλάκου».
Στη συνέχεια το επιλέγει για τη σαιζόν 1998-99, με τον Διονύση Καλό στον κεντρικό ρόλο και σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, ενώ το 2012 το ανεβάζει και πάλι, με τον Γιώργο Κωνσταντίνου να ερμηνεύει τον Αργκάν, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη.
Υπόθεση
Ο Αργκάν είναι κατά φαντασίαν άρρωστος. Πιστεύει ότι πάσχει από αναρίθμητες ασθένειες και θέλει συνεχώς να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι του γιατροί και να τον εξετάζουν. Έτσι, γίνεται θύμα επιτήδειων που τον εκμεταλλεύονται. Η δεύτερη γυναίκα του τον απατά με έναν γιατρό, απατεώνες θεραπευτές απομυζούν τα χρήματά του , ενώ προσδοκά να παντρέψει τη μεγάλη του κόρη με γιατρό της επιλογής του.
Εκείνη, που είναι ερωτευμένη με τον Κλεάνθη, αναγκάζεται να παρουσιάσει τον αγαπημένο της ως επιστημονική αυθεντία ιατρικής, προκειμένου να γίνει αποδεκτός από τον πατέρα της.
Ο αδελφός του, ο Βεράλδος, σε συνεργασία με την υπηρέτριά του Τουανέττα, θα προσπαθήσει να τον “θεραπεύσει” από τις φαντασιοπληξίες του. Τον πείθουν να παραστήσει τον νεκρό, ώστε να ανακαλύψει ποιος πραγματικά τον αγαπάει και του είναι πιστός. Θα αποδειχθεί τελικά ότι η δεύτερη σύζυγός του Μπελίνα, κυνηγούσε μόνο την περιουσία του, ενώ η κόρη του τον αγαπούσε πραγματικά. Μετά τη “νεκρανάστασή” του ο Αργκάν θα επιτρέψει στην κόρη του Αγγελική να παντρευτεί τον άντρα που έχει επιλέξει εκείνη.
Ανάγνωση
Ο Μολιέρος, άρρωστος ο ίδιος από μικρή ηλικία, στρέφει τα βέλη του εναντίον των γιατρών της εποχής του. Η κατάσταση της ιατρικής του 17ου αιώνα δικαιολογούσε τέτοιες αποδοκιμασίες, ψόγους, μομφές. Υπήρχαν πολλοί τσαρλατάνοι και περιπλανώμενοι κομπογιαννίτες δίπλα στους επιστήμονες, οι οποίοι με καθάρσια, υποκλυσμούς, φλεβοτομές , με ύφος πομπώδες και φανταχτερές λατινικές ορολογίες ασκούσαν το επάγγελμα του γιατρού, καμουφλάροντας έτσι την ανεπάρκεια των γνώσεών τους και την αναξιοπιστία των συνταγών τους.
Σήμερα η διάγνωση σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν «υποχονδριακή νεύρωση» και οι φροϋδικοί ψυχαναλυτές θα ξάπλωναν τον ήρωα- Αργκάν , τουλάχιστον, τέσσερις φορές την εβδομάδα στο γνωστό ντιβάνι, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψουν τι πήγε λάθος στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του.
Την εποχή του Ζαν Μπατίστ Ποκελέν (1622 – 1673), γνωστότερου ως Μολιέρου, γιατροί και αγύρτες εφάρμοζαν απλοϊκές μεθόδους ίασης, όμως, για έναν «κατά φαντασίαν» ασθενή» η θεραπεία απαιτούσε απανωτά σοκ, όπως ακριβώς συμβαίνει στο τέλος της μολιερικής κωμωδίας του. Η στυγνή αποκάλυψη ότι η δεύτερη γυναίκα του ήρωα- ασθενούς Μπελίνα, δεν έχει την παραμικρή διάθεση να κλάψει πάνω στο δήθεν πτώμα του, ανοίγει μεν τα μάτια του Αργκάν, ως προς την ιδιοτέλειά της, δεν καταφέρνει δε, να τον γιατρέψει οριστικά από τις αρρωστημένες του φαντασιώσεις.
Ο Αργκάν, άρρωστος μόνο στην φαντασία του, καταντάει με τον εγωισμό του και τις εμμονές του να ταπεινωθεί, να εξευτελιστεί και να γίνει έρμαιο στα χέρια των επιτήδειων «πρακτικών» της εποχής του. Ακόμα, με τις ακρότητές του γίνεται τύραννος για τους ανθρώπους που έχει κάτω από την επίβλεψή του, κάνοντας τα παιδιά του να υποφέρουν. Θέλει να παντρέψει την κόρη του Αγγελική με γιατρό για να έχει δωρεάν ιατρική φροντίδα. Ο αδερφός του Βεράλδος μαζί με την υπηρέτρια του Αργκάν Τουανέττα, θα προσπαθήσουν να τον θεραπεύσουν από τις φαντασιοπληξίες του.
Ο Μολιέρος ήταν απόλυτος. Ξεπερνώντας τη συνηθισμένη του σάτιρα σ’ αυτό το κείμενο – ούτε λίγο ούτε πολύ – αρνείται κάθε θεραπευτική αγωγή που προτείνει η ιατρική επιστήμη. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι όποιος αρρωστήσει κι εφαρμόζει «κούρες» χάνει τον καιρό του. Πιστεύει δε, ότι η φύση είναι ο απόλυτος θεραπευτής. Παίζοντας ο ίδιος τον ρόλο του «ασθενούς κατά φαντασίαν» στη σκηνή, καταρρέει και μέσα σε λίγες ώρες πεθαίνει αβοήθητος.
Ο Μολιέρος δεν παύει κι εδώ να βυθίζει τη διεισδυτική του ματιά στην ψυχή των ηρώων του. Πίσω από τη φάρσα του «κατά φαντασίαν ασθενή» , που, άλλωστε, εξελίσσεται την περίοδο των αποκριών, πίσω από τις γελοιότητες και τα ελαττώματα των ανθρώπων που παρουσιάζει, ξεσκεπάζει το βάθος των χαρακτήρων του και τις τραγικές συνέπειες των πράξεών τους. Παρόλο που υπάρχει μια αναμφισβήτητη τυποποίηση στους ρόλους που έγραψε, πίσω από την φαινομενική απλότητα του προσώπου κρύβεται μια φύση σύνθετη, αληθινά ανθρώπινη.
Από τις αρχές του 17ου αιώνα το λογοτεχνικό ρεύμα «μπαρόκ» ήταν παρών στη Γαλλία. Ωστόσο, το 1661 κατά την άφιξη του βασιλιά Λουδοβίκου 14 ου , του περίφημου βασιλιά «Ήλιου», εμφανίζεται μια νέα λογοτεχνική τάση, ο κλασικισμός. Αρκετοί συγγραφείς, όπως ο Ρακίνας και ο Μολιέρος, την έχουν χρησιμοποιήσει.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι η κωμωδία «Ο κατά φαντασίαν ασθενής».
Σε μια πρώτη ανάγνωση του κειμένουαντιλαμβανόμαστε, σαφέστατα, ότι ο συγγραφέας επικεντρώνεται στους φορμαλιστές γιατρούς, ύστερα στους χαρακτήρες οπορτουνιστές και κατόπιν στις σχέσεις γονέα –παιδιού. Υπερτερεί η αγάπη των παιδιών προς τον πατέρα, σαν ένα μήνυμα ιερού καθήκοντος και όχι συμβατικής υποχρέωσης.
Η παράσταση
Το Μουσικό Θέατρο που αναπτύχθηκε κυρίως την εποχή του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη, συνδυάζει το θέατρο, τη μουσική και την κίνηση, δημιουργώντας μία φόρμα, όπου τα τρία αυτά στοιχεία συμμετέχουν ισάξια. Η Ομάδα Μουσικού Θεάτρου «ΟΠΕRA», στην οποία ηγείται από το 2000 ο σκηνοθέτης και μουσικός Θοδωρής Αμπαζής, ήδη είχε ανεβάσει το 2001 στο θέατρο «Εμπρός» τη σάτιρα του Μολιέρου «Σοφολογιότατες», με ζωντανή μουσική που εκτελούσαν οι ίδιοι οι ηθοποιοί της παράστασης, οι οποίοι τραγουδούσαν και χόρευαν, ενώ οι μουσικοί υποδύονταν και ρόλους. Επίσης, έχει επιχειρήσει μουσικό θέατρο στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο, στη Λυρική Σκηνή, στο Εθνικό Θέατρο, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, αλλά και στο εξωτερικό.
Ο σκηνοθέτης επανέρχεται στο είδος που γνωρίζει πολύ καλά με τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου στο Κ.Θ.Β.Ε., έχοντας στο πλάι του τον μουσικό Νίκο Κυπουργό και την ηθοποιό Τζωρτζίνα Δαλιάνη από την παλιά ομάδα του.
Υποθέτω ότι ο κρατικός φορέας αποτίνει φόρο τιμής στον Γάλλο δραματουργό, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 400 χρόνων από τον θάνατό του, ανεβάζονταςμετά από δέκα χρόνια (2013 η τελευταία παράγωγή του με τον Γιώργο Κωνσταντίνου) τον «κατά φαντασίαν ασθενή», σε μια παράσταση που συνδυάζει τη μουσική, το θέατρο και τον χορό, προσκαλώντας μας να ανακαλύψουμε και πάλι τις απολαυστικές κωμωδίες-μπαλέτα του 17ου αιώνα.
Αν η ύπαρξη είναι ασθένεια – κατά πως λέει ο Καρούζος – ή η εμφάνιση στον κόσμο είναι πτώση και η γέννα κριματισμός, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς, τότε ο Αργκάν, αυτός ο κατά φαντασίαν ασθενής του Μολιέρου, είναι ένας ευαίσθητος δέκτης που λαμβάνει τα μηνύματα του Σκοτεινού, από έναν πομπό τρομακτικό για μας τους υπόλοιπους, τους υγιείς. Ο Αργκάν, είναι ο θαρραλέος εκείνος που δέχεται να ενδυθεί την φορεσιά του γελοίου, για να υποδυθεί τον κωμικό, σε μια ιστορία τόσο ανατομικά θανάσιμη, άρα γι’ αυτό, τόσο κωμική. Μέσα σε ατμόσφαιρες της Γαλλικής comedia, κάτω από το ευγενικό φως του ποιητή, ο Πανταλόνε Αργκάν θα πάθει και θα μάθει για να ξεχάσει τη βασική του αμφιβολία: Είναι η ζωή ασφαλής ή μήπως ένα εφήμερο κατασκεύασμα από σπιρτόξυλα που αναφλέγονται από το ανθρώπινο ελάττωμα;
Το έργο, όπως συμφωνούν πολλοί, τοποθετείται αρκετά σκαλοπάτια κάτω από τα αριστουργήματα του Μολιέρου « Μισάνθρωπος» και «Ταρτούφος». Ωστόσο, προσφέρει στο κοινό μια ιλαρότητα με τις κωμικές πινελιές και τις πλοκές του θεατρικού συγγραφέα. Αυτό το «κύκνειο άσμα» του Μολιέρου, ως ραμμένη διαφοροποίηση, πλήρης χορευτικών σεκάνς και μουσικών ιντερμεδίων, προσφέρεται στις μέρες μας σε αλλαγές ή διασκευές και σε σύγχρονες σκηνοθετικές ελευθερίες, όπως συμβαίνει στο τωρινό ανέβασμά του από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Ο σκηνοθέτης Θοδωρής Αμπαζής στήνει μια ευφρόσυνη παράσταση, έμπλεη ευρημάτων, υπαινιγμών, σατιρικών μεγεθυσμένων βολών, ενορχηστρώνει εξαιρετικά όλες τις συνιστώσες σε ένα ευφάνταστο σύνολο δυνάμεων επί σκηνής, εμπλουτίζει τη δράση με μια ποικιλία χαρακτήρων πέρα από συγγραφική πένα και δωρίζει γέλιο στην πλατεία.
Τον Αργκάν εδώ ερμηνεύει ο ηθοποιός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. Αστέρης Πελτέκης, ο οποίος είχε πάρει μέρος και στην παράσταση του 2013, υποδυόμενος τον Κλεάνθη.
Θα ήθελα, ο «ασθενής» του κ. Πελτέκη να μην παρουσιάζεται σαν ένας μονοδιάστατος απλοϊκός γκρινιάρης, αλλά σαν άνθρωπος που βαθιά μέσα του υποπτεύεται την αλήθεια και εκμεταλλεύεται τις «αρρώστιες του», έχοντας στόχο να εκμαιεύσει την τρυφερότητα που απαιτεί από το περιβάλλον του. Αν και διεκπεραιωτικός στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, ο κ. Πελτέκης , εμφανίζει σε κάποιες στιγμές μερικά από τα κωμικά στοιχεία του ρόλου.
Σε αντίθεση με τον κεντρικό πρόσωπο που κατατρύχεται από ένα ανεξήγητο άγχος, οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι χάρμα ιδέσθαι.
Εκφραστική, εύστοχα ενεργητική, , τετραπέρατη και σπαρταριστά γήινη, δίχως να περάσει τα σύνορα της υπερβολής η Τουανέτα της Τζωρτζίνας Δαλιάνη.
Απολαυστικότατος ο Δημήτρης Διακοσάββας στον ρόλο του Θωμά, βουτυροθρεμένου μεν, καλλιεργημένου δε, υιού Διαφουαρούς. Κερδίζει εντυπώσεις και ζεστό χειροκρότημα, ιδίως όταν εμφανίζεται ενδεδυμένος με την «ιερότητα» του διπλώματος ιατρικής.
Πολύ καλός και ο Πέρης Μιχαηλίδης στον ρόλο του πατέρα Διαφουαρούς. Με σωστή κίνηση και εξαιρετική άρθρωση.
Την καλή διανομή συμπληρώνουν μια εύστοχα διπρόσωπη Μπελίνα της Χρύσας Ζαφειριάδου, η οποία αντικατέστησε την απούσα Πολυξένη Σπυροπούλου, καθώς αμφιταλαντεύεται μεταξύ της ψεύτικης γοητείας και της αδίστακτης μοχθηρίας, ένας χαριτωμένος αλλά πειστικός εραστής- Κλεάνθης του Βασίλη Παπαδόπουλου, μια ερωτοχτυπημένη, μα και απελπισμένη Αγγελική της πανέμορφης και καλλικέλαδης Φιόνας Γεωργιάδη, αλλά και ο υπόλοιπος εκλεκτός θίασος στους άλλους ρόλους.
Ιδιαίτερη αναφορά στο εξαιρετικό ανσάμπλ νοσοκόμων (Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Νατάσσα Δαλιάκα, Ζωή Ευθυμίου, Χρύσα Ζαφειριάδου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Χριστίνα Κωνσταντινίδου, Ελένη Μισχοπούλου, Βιβή Μιτσίτσκα), οι οποίες γεμίζουν τη σκηνή φρεσκάδα και δροσιά με κίνηση και τραγούδι και δίνουν μορφή μιούζικαλ στην παράσταση.
Οι χαρακτήρες του Μολιέρου μπορεί να ανήκουν σε μια άλλη θεατρική εποχή αλλά τα ελαττώματά τους είναι διαχρονικά. Ευτυχώς, ο σκηνοθέτης Θοδωρής Αμπαζής εμπιστεύεται το χιούμορ και τη διορατικότητα του θεατρικού συγγραφέα. Ταυτόχρονα, δίνει έμφαση στην ενσωμάτωση των οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων, ως συνέπεια προσανατολισμού και σηματοδότησης του βλέμματος και της ακρόασης, ώστε ο θεατής διυλίζει όλα τα υλικά στη σκηνή και αντιλαμβάνεται τα πράγματα να συνιστώνται και όχι να συντίθενται.
Η εντυπωσιακή σκηνική σχεδίαση της Ελένης Μανωλοπούλου, η οποία φιλοτέχνησε και τα υπέροχα κοστούμια (έξοχο το ευφυές, κατακόκκινο φόρεμα με τις χαρτοσακούλες Κολωνακίου της Κυρίας του Κυρίου), μετατρέπει το σπίτι του Αργκάν σε ένα αυτοσχέδιο «φαρμακείο» που, αν υπολογίσουμε τα σκορπισμένα ευμεγέθη άσπρα «χάπια» ως μπατονέτες δοκιμής ακριβού αρώματος, θα μπορούσε εύκολα να παρομοιαστεί με ένα φανταχτερό κατάστημα αρωμάτων.
Αν και δεν πρόκειται για ένα παραδοσιακό μιούζικαλ, η πρωτότυπη μουσική του σημαντικού συνθέτη Νίκου Κυπουργού δημιουργεί δυνητικούς κόσμους, συγκινησιακά πλαίσια για την ίδια την παράσταση.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου συμβάλλουν σε μια μεταφορική εμπειρία, επειδή στη σημερινή πρακτική ο όρος «φωτισμός» προσλαμβάνει όλο και περισσότερο τη σημασία της δημιουργίας με το φως, παρά της απλής φωταγώγησης ενός χώρου.
Η μετάφραση του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Ιωάννη Πολέμη, ο οποίος σπούδασε και στο Παρίσι Ιστορία της Τέχνης, άρα κατείχε τη Γαλλική γλώσσα ως βιωματική κατάκτηση, φέρνει στα καθ’ ημάς ό,τι κουβαλάει μια εθνική γλώσσα. Την ιστορία, τον πολιτισμό, τη νοοτροπία, τη σκέψη, την αντίληψη για τον κόσμο, την παιδεία. Η σκηνοθεσία ανέλαβε με τη συνθήκη που επέλεξε να τοποθετήσει τη δράση, να τη μεταφέρει στο σημερινό κοινό μέσα από τον λόγο και τη μουσική. Το πώς την εισπράττει νοηματικά ο καθένας θεατής, είναι ζήτημα εντελώς προσωπικό.
Επίλογος
Ο Μολιέρος, μέσα από τη συγκεκριμένη κωμωδία, ασκεί με οξυδέρκεια κριτική στην κοινωνία και στα ήθη, στη σοβαροφάνεια και στην απληστία, ενώ παράλληλα παρατηρεί την αιώνια διαμάχη των δύο φύλων για την «πρωτοκαθεδρία» μέσα στο σπίτι.
Ακόμη, κριτικάρει έντονα την κομπογιαννίτικη ιατρική της εποχής του. Η ιδιαιτερότητα του έργου έγκειται και στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Μολιέρος ερμήνευσε το ρόλο του Αργκάν και στην τέταρτη παράστασή του, στις 17 Φεβρουαρίου του 1673, όπου κατέρρευσε με το κλείσιμο της αυλαίας, για να πεθάνει λίγο αργότερα σπίτι του.
Το τελευταίο έργο του Μολιέρου είναι μια μελέτη χαρακτήρων, καθώς μέσα από τον «ασθενή» Αργκάν, που ελέγχει τα πάντα γύρω του με τις αυταπάτες και την εγωπάθειά του, αναδεικνύονται με τον πιο κωμικό τρόπο οι μηχανισμοί της χειραγώγησης και της εξαπάτησης.
Η συμβολή του Μολιέρου, ιδιαίτερα στο θεατρικό είδος της κωμωδίας, θεωρείται μέχρι και σήμερα ανεκτίμητης αξίας. Με στοιχεία από το γαλλικό λαϊκό θέατρο, την ιδεολογική βάση της Αναγέννησης και τις αρχές του κλασσικισμού καθιέρωσε ένα νέο είδος κωμωδίας με έντονα τυποποιημένους χαρακτήρες και γεγονότα. Μέσα από τα έργα του απαθανάτισε με εύθυμο τρόπο μέχρι και τις πιο «αποστειρωμένες» κοινωνικές τάξεις, καθρεφτίζοντας με απλό, λαϊκό τρόπο, τις αδικίες των ευγενών απέναντι στην αστική τάξη.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Ιωάννης Πολέμης
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Αμπαζής
Σκηνικά – κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Επιμέλεια κίνησης: Ηλέκτρα Καρτάνου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Σαρμή
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Οργάνωση παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Αντώνης Αντωνάκος (κύριος Μπονφουά, κύριος Φλεράν), Φιόνα Γεωργιάδη (Αγγελική), Τζωρτζίνα Δαλιάνη (Τουανέττα), Δημήτρης Διακοσάββας (Θωμάς Διαφουαρούς), Νίκος Καπέλιος (κύριος Πυργκόν), Θάνος Κοντογιώργης (Βεράλδος), Πέρης Μιχαηλίδης (κύριος Διαφουρούς), Βασίλης Παπαδόπουλος (Κλεάνθης), Πολυξένη Σπυροπούλου (Μπελίνα), Γλυκερία Ψαρρού (Λουίζα)
Χορός νοσοκόμων: Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Νατάσσα Δαλιάκα, Ζωή Ευθυμίου, Χρύσα Ζαφειριάδου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Χριστίνα Κωνσταντινίδου, Ελένη Μισχοπούλου, Βιβή Μιτσίτσκα
Στο ρόλο του Αργκάν (σε διπλή διανομή): Αστέριος Πελτέκης – Γρηγόρης Παπαδόπουλος
Μουσικοί επί σκηνής: Ανδρονίκη Δονουκαρά (βιολί), Μαριάνθη Θεμελή (τρομπέτα), Ιάσων Μπλέτσας (πιάνο), Βασιλική Ρουσομάνη (τσέλο)
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ