Μια φορά κι έναν καιρό…στο Κωσταλέξι…
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Η ετεροτοπία έχει σαν κανόνα να αντιπαραβάλλει σε έναν πραγματικό τόπο περισσότερους χώρους που, κανονικά, θα ήταν ή θα έπρεπε να είναι ασύμβατοι. Το θέατρο, που είναι μια ετεροτοπία, φέρνει διαδοχικά στο ορθογώνιο της σκηνής μια ολόκληρη σειρά από ξένους τόπους.
Η στοιχειώδης λειτουργία του θεάτρου εντοπίζεται ακριβώς στον σχηματισμό διαφορετικών χώρων και χρόνων εντός κάποιου άλλου δεδομένου – και πραγματικού- χώρου και χρόνου, αποτελώντας την κατεξοχήν ετεροτοπία, ιδίως στον βαθμό που δημιουργεί μονίμως νέα νοητικά τοπία, νέους συνειδησιακούς τόπους.
Ταυτόχρονα, το θέατρο αποτελεί τον τόπο ενσάρκωσης μίας ιδέας, τον τόπο της φανέρωσης ενός κόσμου αόρατου, αλλά και τον τόπο της αναπαράστασης, όπου η ταύτιση μεταξύ φαινόμενου και νοούμενου παραμένει διαρκώς ένα δίλημμα ανοιχτό.
Η ιστορία
1978 – 2023
Σαράντα πέντε χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που στο χωριό Κωσταλέξι αποκαλύπτεται η ανθρώπινη τραγωδία μιας γυναίκας, η μοίρα της οποίας παρασύρει στο βάραθρο πολλούς. Αρχικά την οικογένειά της. Έπειτα στιγματίζει το χωριό της, κατά του οποίου μια ολόκληρη κοινωνία μετατρέπεται, σε μια νύχτα, σε δημόσιο κατήγορο.
Η Ελένη Καρυώτη είναι το τελευταίο παιδί μιας πενταμελούς οικογένειας και οι συγχωριανοί τη θυμούνται ως ένα όμορφο, έξυπνο και ευαίσθητο παιδί, που γρήγορα όμως εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα ψυχικής ανισορροπίας τα οποία επιβαρύνονται στα χρόνια του Εμφυλίου. Την περίοδο αυτή το Κωσταλέξι αποτελεί επίκεντρο συγκρούσεων αντιμαχόμενων ομάδων.
Η έφηβη Ελένη είναι αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιες από τις σκληρότερες στιγμές της ιστορίας του χωριού. Οι πληροφορίες για το τι συνέβη τότε είναι συγκεχυμένες. Ο αδελφός της Ευθύμης δήλωσε ότι το 1949, η 18χρονη τότε Ελένη, βρέθηκε σε μπλόκο «μαυροσκούφηδων» και η σκληρότητα των εικόνων που εξελίχθηκαν μπροστά της τη σημάδεψαν ανεπανόρθωτα για την υπόλοιπη ζωή της. Άλλοι λένε ότι είδε δύο τραυματισμένους αντάρτες που αφέθηκαν αβοήθητοι να ξεψυχήσουν στην πλατεία του χωριού στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, στους οποίους μάλιστα προσπάθησε να προσφέρει λίγο νερό αλλά απομακρύνθηκε βίαια από εκεί.
Είναι 6 Νοεμβρίου του 1978, όταν ένας ανώνυμος καταγγέλλει πως στο χωριό Κωσταλέξι της Φθιώτιδας, υπάρχει μια γυναίκα που κρατείται σε άθλια κατάσταση. Η τοπική αστυνομία, παρουσία εισαγγελέα, φτάνει στο σπίτι της. Στην ερώτηση που γίνεται στα αδέλφια: Ευθύμιο, Ολυμπία, και Μαρία «πού είναι η αδελφή τους Ελένη», εκείνα απαντούν ότι δε γνωρίζουν. Οι αστυνομικοί ανοίγουν την πόρτα του ισογείου και ο χώρος αναδίνει μια ανυπόφορη δυσοσμία. Οι αστυνομικοί χρησιμοποιώντας φακό, ανοίγουν τα παράθυρα και βρίσκονται μπροστά σε μια σοκαριστική εικόνα. Σε μια άκρη κείτεται μια γυμνή, βρόμικη και φοβισμένη γυναίκα, ενώ στις ερωτήσεις που της γίνονται δεν απαντά, αλλά μουγκρίζει.
Στο νοσοκομείο Λαμίας όπου οδηγείται, ο θάλαμός της μετατρέπεται σε χώρο δημοσίου θεάματος, με κόσμο να συνωστίζεται στην είσοδό του για να δει από κοντά το παράξενο «ζώο» που βρίσκεται εκεί. Η φύλαξη είναι ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα ο καθένας να μπορεί να ικανοποιήσει την περιέργειά του, παρατηρώντας και φωτογραφίζοντας ένα αλλόκοτο πλάσμα που δεν κοιμάται στο κρεβάτι αλλά στο πάτωμα και δε δέχεται κουβέρτες.
Για την κοινωνία και τον Τύπο οι ένοχοι έχουν βρεθεί ήδη. Το «Κωσταλέξι» αποτελεί πλέον έκφραση που χαρακτηρίζει οποιονδήποτε εγκλεισμό και περιορισμό, ενώ για πολλά χρόνια στο χωριό φτάνουν πούλμαν για να δουν ως αξιοθέατο το σπίτι όπου έμενε η Ελένη. Η οικογένειά της θεωρείται απ’ όλους αποκλειστικά υπεύθυνη του μακροχρόνιου εγκλεισμού της, τα αδέλφια της κατηγορούνται από τη Δικαιοσύνη για αρπαγή, σκοπούμενη βαριά σωματική κάκωση και έκθεση σε κίνδυνο σε βαθμό κακουργήματος, ενώ απειλούνται με λιντσάρισμα όταν προσέρχονται για κατάθεση στον ανακριτή Λαμίας.
Η παράσταση
Ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης, ευφυής άνθρωπος και εξαιρετικός ηθοποιός, διασκευάζει το κοινωνικό δράμα σε μια σουρεαλιστική ‘performance’ και καθιστά το θέμα διαχρονικό, επειδή η ενδοοικογενειακή βία δε σταμάτησε και δε νομίζω ότι θα σταματήσει να υφίσταται σε μικρές και μεγάλες κοινωνίες.
Τρεις καλοί ηθοποιοί: Άλκηστις Νικολαΐδη, Ζωγραφιά Μεντεσίδου, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, τρία πρόσωπα επί σκηνής , αφηγούνται και αναπαριστούν σκηνές από το δράμα της Ελένης. Πάμπολλα ευρήματα, πληθώρα συμβολισμών και αλληγορία που τσακίζει συνειδήσεις και μεταφέρει σκληρά μηνύματα στην πλατεία. Τα λόγια κυλούν από στόμα σε στόμα, άλλοτε ως Ελένη – θύμα, άλλοτε ως αδέρφια ανάλγητα, άλλοτε ως πατέρας –αφέντης κι άλλοτε ως απρόσωπος αφηγητής. Δεν υπάρχει κεντρικός ρόλος. Δεν είναι αναγκαίο. Όλοι είναι παρόντες, αποτελούν ενιαίο σύνολο συγκρότησης και απόδοσης του κειμένου που συνέθεσαν οι: Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Έλενα Τριανταφυλλοπούλου και Άρτεμις Ψιλοπούλου.
Ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης δεσπόζει στη σκηνή εξαιτίας της μεταμόρφωσής του από λογικό ον σε ζώο ή πρωτόγονο άνθρωπο ή αρσενικό παλιάς κοπής, με την αψάδα ενός Γιώργου Φούντα, ας πούμε, ο οποίος στην ασπρόμαυρη εποχή εύκολα άστραφτε γερά χαστούκια σε γυναικείες παρειές, χωρίς ενοχές και χωρίς αιτιολογίες. Η αποδοχή της κακοποίησης ήταν κοινή. Από θύματα, από παρατηρητές κοντινού ή ξένου περίγυρου.
Η σκηνοθεσία επέβαλε, ορθώς, το νερό ως κυρίαρχο στοιχείο στην ‘performance’ . Το υγρό στοιχείο υποβάλλει μία ρευστότητα, σχεδιάζει μία ροή και φέρει μία αίσθηση καθαρότητας, ανανέωσης, ή και κάθαρσης. Η επιφάνεια που αντανακλά και οι απαραίτητοι βυθοί επιτρέπουν στο νερό να αποκτήσει διαστάσεις θεωρητικά μετρήσιμες, πρακτικά απέραντες. Τότε, το υγρό στοιχείο συμπυκνώνεται ως τόπος, ως οργανική ολότητα με κάποια ενότητα και αυτονομία. Εκεί ξεκινά η σκοτεινιά, το άγνωστο και το απρόβλεπτο που τρομάζει και γοητεύει. Το θεωρώ εξαιρετικό εύρημα.
Η παράσταση – ‘performance’ ολοκληρώνεται με ένα ακόμη εύρημα. Τη μάσκα από πηλό, επειδή, ένας «πόλεμος» διεξάγεται πάντοτε με όπλα, σύμβολα, λάβαρα και εμβλήματα. Στον πόλεμο κατά του «αόρατου εχθρού», εν προκειμένω του ακροατηρίου -ενόρκων, η περίφημη μάσκα, εκτός από αμυντικό όπλο-ασπίδα για την «αυτο-» και ετεροπροστασία των απειλουμένων από τον εν λόγω «εχθρό», αποτελεί και πολυσήμαντο σύμβολο. Η χρήση της θα μπορούσε να ενταχθεί στην ευρύτερη κατηγορία, αφού η μάσκα αποτελεί ένα τείχος προστασίας, που, ως τέτοιο, εμποδίζει την εγγύτητα.
Το διάνθισμα του δρώμενου με ελληνικά τραγούδια, σηματοδοτεί την εποχή του πραγματικού συμβάντος. Τα σκηνικά είναι αφαιρετικά και άχρονα, ακριβώς επειδή το θέμα δε θα πάψει ποτέ να είναι επίκαιρο.
Επίλογος
Η Ελένη αφού εξεταστεί, νοσηλευτεί σε νοσοκομεία και ψυχιατρικά ιδρύματα και γίνει το αγαπημένο θέμα όλων, επιστρέφει στο Κωσταλέξι και το 1998 θα εξαφανιστεί για πάντα. Κανείς δεν ξέρει μέχρι και σήμερα τι απέγινε η Ελένη Καρυώτη.
«Εγώ ξαναβαφτίζομαι. Τώρα με λένε τίποτα».
«Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος τόσο καιρό στο σκοτάδι;»
Η παράσταση, με την διάθεση της έρευνας, προσπαθεί να ανακαλύψει την πραγματική Ελένη Καρυώτη ξεπερνώντας την εικόνα της και τις ιστορίες της εποχής.
Η παράσταση από τον Δεκέμβριο επιστρέφει στο «Θέατρο της οδού Κυκλάδων».
Συντελεστές
Σύλληψη/ Σκηνοθεσία/Δραματουργία: Κωνσταντίνος Μωραΐτης
Σύνθεση κειμένου: Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, Άρτεμις Ψιλοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Τάσος Μπίμης
Φωτισμοί: 812: Coal Theatre Company
Ηθοποιοί: Άλκηστις Νικολαΐδη, Ζωγραφιά Μεντεσίδου, Κωνσταντίνος Μωραΐτης
Φωτογραφίες/Trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ