Η παράσταση – θρύλος «Το έκτο Πάτωμα» στη Θεσσαλονίκη
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Έργο του 1937, σε τρεις πράξεις και εννέα σκηνές.
Τριάντα δύο χρόνια μετά την θρυλική πλέον παρουσίασή του στο θέατρο «Περοκέ» (1991-92) ο Γιώργος Βάλαρης σκηνοθετεί και αναβιώνει τη μουσική παράσταση «Το έκτο πάτωμα», μ’ ένα επιτελείο ταλαντούχων καλλιτεχνών.
Με άξονα την κωμωδία που χαρακτηρίζει την επιτυχημένη διασκευή της Άννας Παναγιωτοπούλου στο δημοφιλές έργο του Αλφρέντ Ζερί -που έχει μεταφραστεί και παιχτεί με τεράστια επιτυχία σχεδόν σε όλο τον κόσμο από το 1938 ως σήμερα- ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Λίνα Νικολακοπούλου δημιούργησαν ίσως τα πιο γνωστά και αγαπημένα τραγούδια που ακούστηκαν ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες σε θεατρική παράσταση, ( «Τι ώρα είναι, τι μέρα είναι και ποιά χρονιά», «Το τραγούδι της κουτσομπόλας», «Το τραγούδι της ζήλειας», «Η κουπαστή» κ α).
Υπόθεση
Η ιστορία του έργου, παρότι διαδραματίζεται στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30, παραμένει διαχρονική και επίκαιρη. Οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας ζούνε χτυπημένοι από την κρίση της εποχής και η καθημερινότητα των ενοίκων του «Έκτου πατώματος» ξεδιπλώνεται μέσα από τους έρωτες, τις συγκρούσεις, τους ατελείωτους καβγάδες αλλά και τα όνειρα που κάνει ο καθένας για τη ζωή του. Στους πρώτους ορόφους κατοικούν οι πλούσιοι αστοί. Ενώ στους τελευταίους ορόφους, που δεν είχαν ασανσέρ, οι πλέον οικονομικά εξαθλιωμένοι. Στο Παρίσι του έργου, λίγο πριν από τον πόλεμο, επικρατεί τεράστια οικονομική κρίση. Φτώχεια, έλλειψη φαρμάκων, πανδημία. Ζοφερή κατάσταση.
Όνειρα μικρά και μεγάλα, όνειρα που δίνουν σε κάθε άνθρωπο τη δύναμη να αντέξει τις δυσκολίες της καθημερινότητάς. Μόνο που μέσα στην πορεία του έργου, οι ήρωες θα συνειδητοποιήσουν ότι πάνω και πέρα από τα όνειρα -που δυστυχώς τόσο σπάνια γίνονται πραγματικότητα- υπάρχει η αγάπη, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, η αίσθηση ότι παραμένουμε ενωμένοι απέναντι σε κάθε δυσκολία. Και μόνο μέσα από αυτή την αίσθηση μπορούμε να βγούμε αληθινοί νικητές στο παιχνίδι της ζωής.
Η παράσταση
Μείγμα παλιάς μουσικής κωμωδίας με απόηχους του Βοντβίλ, ελληνικής φαρσοκωμωδίας, με δόσεις ηθογραφίας. Επιθεώρηση, πες, με νουμερίστικη διαμόρφωση προσώπων. Θέαμα με «εξωτικά» εφέ στην πλοκή του μύθου. Όλα αυτά αναμεμιγμένα και με το γλωσσικό και χιουμοριστικό ήθος που μαζικά διαμορφώνει η τηλεόραση, συνθέτουν τη διασκευή του έργου «Το έκτο Πάτωμα» του Ελβετού Αλφρέντ Ζερί από την Άννα Παναγιωτοπούλου. Από μια άλλη οπτική γωνία, θα μπορούσαμε να την πούμε και κωμωδία καταστάσεων με γρήγορο ρυθμό δράσης, αλλά και κωμωδία χαρακτήρων που περιγράφει πρόσωπα σκιαγραφώντας με ακρίβεια τα ψυχολογικά και ηθικά τους χαρακτηριστικά.
Η διασκευή και η εναρμονισμένη μ’ αυτήν παράσταση του Γιώργου Βάλαρη, παρασάγγας απέχουν από τον τυπικά ηθογραφικό χαρακτήρα της κωμωδίας του Ζερί, η οποία ακτινοβολεί με την αφτιασίδωτη απλότητα και καθημερινότητα του μύθου και των προσώπων της. Στη τωρινή παράσταση, το μουσικό μέρος είναι θαυμάσιο, η πρόζα μένει στα χέρια των ηθοποιών, οι οποίοι αβοήθητοι κάνουν ό,τι πρεσβεύει η μανιέρα τους ή η εμπειρία τους ή το ένστικτό τους. Δεν υπάρχει καμία χημεία μεταξύ τους, λειτουργούν σαν μονάδες στη σκηνή και μόνο στα χορικά ομονοούν και αποδίδουν έργο συνόλου.
Το «Έκτο Πάτωμα» είναι μια κωμωδιογραφική , ασφαλώς, της «Αυλής των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε μια πολυκατοικία λαϊκής συνοικίας στο Παρίσι.
Κι εδώ, όπως συνέβη και στο πρώτο ανέβασμα του έργου- θρύλος πια, βλέπουμε μια «Αυλή» συνύπαρξης, φιλίας, τριβών, ζευγαρώματος, μεταξύ των ενοίκων της. Άνθρωποι βασανισμένοι αλλά καλόψυχοι και ομόψυχοι συμπαραστάτες στην ανάγκη του συγκάτοικου, συνθέτουν το μωσαϊκό μιας καθημερινότητας με τις καλές και άσχημες πλευρές της. Χαρές και λύπες, ελπίδες και απογοητεύσεις.
Η διασκευή (Άννα Παναγιωτοπούλου – Πλάτων Μαυρομούστακος) κράτησε τον σκελετό του μύθου και των προσώπων, για να το ντύσει με πρόσθετες αναπαραστατικές σκηνές, τραγούδια, χορογραφίες, επιθεωρησιακά στιγμιότυπα. Όλα τα παραπάνω αγαπήθηκαν από γενιές πολλές στο πέρασμα των χρόνων κι εξακολουθούν να προκαλούν συγκίνηση και ικανοποίηση. Ίσως, οι υποκριτικές συνήθειες ορισμένων μελών του θιάσου να επέβαλαν μια προσαρμοσμένη σ’ αυτές διασκευή, αλλά εφόσον η σκηνοθεσία του Γιώργου Βάλαρη δεν είχε καμία αντίρρηση, πολύ καλά έκαμαν.
Η παράσταση είναι δομημένη στο πρότυπο της παλιάς επιτυχίας, δε βλέπουμε κανένα καινοτόμο στοιχείο, κανένα εύρημα, εκτός από τις φρέσκες ερμηνείες των ηθοποιών. Μοιάζει λες και η μεγαλύτερη συμβολή του κ. Βάλαρη στο όλο πόνημα είναι η συγκέντρωση ηθοποιών στο σανίδι, η προσοχή του μην ξεστρατίσει ο θίασος από την πεπατημένη, παρά κάποια πρόταση πάνω στο ίδιο το έργο. Μπορεί, από μόνο του το «Έκτο πάτωμα» να αποτελεί λαϊκό θέαμα και η επιτυχία να είναι εγγυημένη, αλλά αυτό δεν αφαιρει από τον σκηνοθέτη τη δυνατότητα να βάλει τις προσωπικές του πινελιές κι όχι να καταλήγει ως αυτός που χαράσσει την χωροταξία και μόνον.
Θα πρέπει να πω ότι σε ερμηνευτικό επίπεδο είναι ευδιάκριτες δυο βασικές υποκριτικές κατευθύνσεις. Εκείνες που αναλογούν περισσότερο στο δραματουργικό ήθος του πρωτοτύπου και στον χαρακτήρα του ρόλου: Κώστας Μακεδόνας (Μαξ Λεσκαλιέ), Δανάη Λουκάκη (Ζαν), Μαριαλένα Ροζάκη (Εντβίζ Οσπώ), Βασίλης Αθανασόπουλος (Ζονβάλ), Σταύρος Παρχαρίδης (Γιατρός) κι εκείνες που προσιδιάζουν στο επιθεωρησιακό ύφος: Υρώ Μανέ (Ζερμαίν Λεσκαλιέ), Αρμάν Εδουάρδος Μενετιάν (Ζοζό), Ελένη Καστάνη (Κυρία Μαρέ), Ευαγγελία Μουμούρη (Η κυρία με τα γκρι). Όσο για τον Δημήτρη Πιατά, είναι μια κατηγορία από μόνος του, που άλλος την ασπάζεται κι άλλος την απορρίπτει ασυζητητί.
«Όλα, θέλω να τα ξέρω όλα/ όχι επειδή είμαι κουτσομπόλα/ δεν το κάνω από κακό/ θέλω να ’χω υλικό». Κι αν οι στίχοι φέρνουν στο μυαλό αυτομάτως τη φοβερή (πρώτη) ερμηνεία της Άννας Παναγιωτοπούλου, η Υρώ Μανέ καταφέρνει μια εντελώς δική της και αυθύπαρκτη εκτέλεση. Υποδύεται τη Ζερμέν Λεσκαλιέ, τον θρυλικό ρόλο της Άννας Παναγιωτοπούλου.
Οι γνωστοί ρόλοι ερμηνεύονται από παλιούς και νέους ηθοποιούς, η δε αφήγηση «ως πνεύμα του έκτου πατώματος» που τη θέλει η σκηνοθεσία, θα μπορούσε και να εκλείψει εντελώς, αλλά ευτύχησε να ανατεθεί στην εξαίρετη Μίρκα Παπακωνσταντίνου, οπότε πήρε μια κάποια υπόσταση.
Η Ευαγγελία Μουμούρη, ηθοποιός προικισμένη με πληθώρα προσόντων -υποκριτικά, φωνητικά, σκηνική παρουσία- ερμηνεύει την «Κυρία με τα Γκρι» με μπρίο αλλά με παραπανίσια ακκίσματα, ενώ στο κείμενο είναι μια γυναίκα μυστηριώδης, ευγενική, φινετσάτη, ρομαντική. Αλλά η φρέσκια «Κυρία με τα Γκρι» είναι ο ρόλος που ανέπτυξε η διασκευή της Άννας Παναγιωτοπούλου.
Πολύ καλή και η Δανάη Λουκάκη, ως Ζαν. Ταλαντούχο, όμορφο κι υπέροχο πλάσμα η Δανάη, ξεχωρίζει και δικαίως επαινείται.
Η νοικοκυρά της Ελένης Καστάνη στα μέτρα και τα σταθμά που μας έχει συνηθίσει η καλή ηθοποιός. Φιλότιμες προσπάθειες βλέπουμε και από τους υπόλοιπους νέους ηθοποιούς που κάνουν ό,τι μπορούν, αβοήθητοι κι αυτοί από σκηνοθετικές οδηγίες.
Αυτός που δίνει ένα ρεσιτάλ βλακείας είναι ο αχαρακτήριστος Δημήτρης Πιατάς. Με μια γκραν γκινιόλ μανιέρα, φωνασκεί αναίτια, σχεδόν ουρλιάζει άνευ λόγου, αλλάζει ύφος αναίτια, θαρρείς και παίζει ( λέμε τώρα) σε πέντε έργα ταυτόχρονα. Όπως φαίνεται, ο σκηνοθέτης ούτε τον έβλεπε ούτε τον άκουγε στις πρόβες. Τι κρίμα.
Σημειώνω, πως η παρουσία του Κώστα Μακεδόνα στη σκηνή χαιρετίζεται με ενθουσιασμό από τους θεατές. Άλλωστε, ο σπουδαίος τραγουδιστής τα καταφέρνει και στην υποκριτική.
Μοναδικά σκηνικά στοιχεία πιστά στο κλίμα και στην εποχή του έργου (με τα δεδομένα της διασκευής) είναι η κατασκευή του Μανώλη Παντελιδάκη και τα κοστούμια του Χάρη Σουλιώτη.
Η εξαιρετική συνεργασία του μαέστρου Σταμάτη Κραουνάκη και της εμβληματικής, πια, στιχουργού- ποιήτριας Λίνας Νικολακοπούλου, γέννησαν το 1991 αυτά τα υπέροχα τραγούδια που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα έχουν τη γλύκα του φρέσκου, του αναλλοίωτου, του αλέγκρο, ζωντανού, εύθυμου χαρακτήρα, ώστε να αποκαλούνται διαχρονικά.
Επίλογος
Το έργο ήταν μια διασκευή στο πρωτότυπο ομώνυμο έργο του Ελβετού συγγραφέα Αλφρέντ Ζερί που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1937.
Έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες και έχει κάνει χιλιάδες παραστάσεις σ’ όλο τον κόσμο. Μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη το ’40 σε γαλλική παραγωγή αλλά και στην τηλεόραση στη Δυτική Γερμανία του 1954 και στην Ολλανδία του 1961.
Στην χώρα μας το πρωτοπαρουσίασε η Μαρίκα Κοτοπούλη το ’38 με αρκετές επαναλήψεις μέσα στα χρόνια με τελευταία της το ’52, όπου ήταν και η τελευταία της εμφάνιση λίγο πριν τον θάνατο της. Συμπρωταγωνιστής σε εκείνη την παράσταση ήταν ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο οποίος παρουσίασε το έργο ξανά την σεζόν 1964-’65 με τον τίτλο ‘Οι Κυρίες της Αυλής‘ όπου μεταφέρθηκε το 1966 στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου με τον ίδιο τίτλο.
Συντελεστές
Συγγραφέας: Αλφρέντ Ζερί
Διασκευή: Άννα Παναγιωτοπούλου – (Πλάτων Μαυρομούστακος)
(Γιώργος Βάλαρης και ο θίασος)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Βάλαρης
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Χάρης Σουλιώτης
Σχεδιασμός φωτισμού: Λευτέρης Παυλόπουλος
Χορογραφία: Μάρκος Γιακουμόγλου
Μουσική ενορχήστρωση: Δημήτρης Ανδρεάδης
Βίντεο: Τεντ Ζωγράφος
Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Βοηθός παραγωγής: Γιώργος Γερανάκης
Βοηθός σκηνοθέτη-παραγωγής : Κωνσταντίνος Φρίγγας
Βοηθός Β’ σκηνοθέτη: Φαίη Σούκου
Βοηθός σκηνογράφος: Ελίνα Δράκου
Φωτογράφος promo: Γιώργος Καλφαμανώλης
Φωτογράφος Παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Trailer παράστασης: Φώτης Φωτόπουλος
Πρωταγωνιστούν (με σειρά εμφάνισης):
Υρώ Μανέ (Ζερμαίν Λεσκαλιέ), Κώστας Μακεδόνας (Μαξ Λεσκαλιέ), Ελένη Καστάνη (Κυρία Μαρέ), Δανάη Λουκάκη (Ζαν), Μαριαλένα Ροζάκη (Εντβίζ Οσπώ), Αρμάν Εδουάρδος Μενετιάν (Ζοζό), Βασίλης Αθανασόπουλος (Ζονβάλ), Σταύρος Παρχαρίδης (Γιατρός), Ευαγγελία Μουμούρη (Η κυρία με τα γκρι) και ο Δημήτρης Πιατάς (Οσπώ)
Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου είναι «Το Πνεύμα του Έκτου Πατώματος»
Συμμετέχουν οι μουσικοί:
Πιάνο: Δημήτρης Κίκλης
Ακουστικό μπάσο: Αποστόλης Παρασκευαίδης
Ακορντεόν: Άρτεμις Βαβάτσικα
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ