Πολιτισμός

«Η μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή»

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ

Πρόλογος

Το πολύκροτο έργο της Κικής Μαυρίδου διανύει τον τρίτο κύκλο παραστάσεών του και, μετά την θερμή αθηναϊκή υποδοχή από κοινό και κριτικούς, ήρθε και στη Θεσσαλονίκη για δυο μόνο παραστάσεις.

Η Έλλη Ζάχου Ταχτσή υπήρξε μια ανυπόταχτη γυναίκα, που το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει ελεύθερη και να αγαπηθεί. Ατύχησε και στα δύο. Υπέκυψε στη σκληρότητα της εποχής της και έγινε πιο σκληρή από αυτήν.

«Η μάνα αυτουνού». Προσφώνηση απαξιωτική, ειρωνική, σαρκαστική, ειπωμένη υπαινικτικά και πάντοτε χαμηλόφωνα. Σχεδόν ψιθυριστά, αλλά διόλου ενοχικά. Μάλλον, με ευχαρίστηση, σαν βολικό προπέτασμα των κρυφών ανομιών του περίγυρου που σέρνονταν σε κάθε σπιτικό.

 Και να που ήρθε η ώρα αυτό το λιγότερο φωτισμένο πρόσωπο από το περίφημο «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή, να γίνει πρώτο πρόσωπο στον μονόλογο που έγραψε για το θέατρο η Κική Μαυρίδου.

Υπόθεση

Η Έλλη Ζάχου Ταχτσή, μητέρα του Κώστα Ταχτσή, μας συστήνεται στη σκηνή. Πρόκειται για ένα ψηφιδωτό από τις πληροφορίες που διακρίνονται στα έργα του εμβληματικού συγγραφέα και που συνθέτουν ένα επαρκές ανθρωποκεντρικό και συναισθηματικό αφήγημα, ικανό να ζωγραφίσει ζοφερές εικόνες μιας σκληρής εποχής, να στρώσει αξίες, συμπεριφορές, ανθρώπινα πάθη και παθήματα σ’ ένα φανταστικό τραπέζι, όπου οι θεατές είμαστε καλεσμένοι ως συνδαιτημόνες της οικοδέσποινας που ετοίμασε ιστορίες πόνου και υπομονής.

Η συγγραφέας διερευνά στο έργο της διεξοδικά την προσωπικότητα και τις ιδιαιτερότητες της γυναίκας που γέννησε και μεγάλωσε το σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, τις μεταξύ τους σχέσεις και την εξέλιξή τους, προϊόντος του χρόνου. Καταπιάνεται με το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε, τις σχέσεις της με τους γονείς της και πώς αυτές διαμόρφωσαν πτυχές του χαρακτήρα της, τους έρωτες που βίωσε και με περισσότερη λεπτομέρεια αυτόν με τον πατέρα του γιου της, τα όνειρα, τις προσδοκίες, τις χαρές και τις λύπες της και το πως μπορεί να αισθάνεται μια μάνα που ο γιος της δολοφονήθηκε.

Γεγονότα και αναμνήσεις που υπήρχαν στο μυαλό της γίνονται λόγος, άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο και άλλοτε σε τρίτο, που πληροφορεί το κοινό τα βάσανα και τους καημούς μιας γυναίκας με πολυτάραχη ζωή.

 Είναι ένα νοσταλγικό και φορτισμένο συναισθηματικά ταξίδι στο παρελθόν, μια αναδρομή σε σημαντικούς σταθμούς που το καθόρισαν και το οδήγησαν στο αναπάντεχό του τέλος.

Ανάγνωση

Ο Κώστας Ταχτσής είναι ένας λογοτέχνης της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα, για τον οποίο ο καθένας έχει κάτι να πει – είτε θετικό είτε αρνητικό – ή να εκφράσει μια « τρίτη» άποψη. Ο Ταχτσής άφησε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στα ελληνικά γράμματα, κυρίως με «Το Τρίτο Στεφάνι». Ένα βιβλίο που αποτελεί το αμάλγαμα των παιδικών και νεανικών του αναμνήσεων, ένα βιβλίο από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας (για ορισμένους και της παγκόσμιας, αφού έχει μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου), «ένα ελληνικό έπος» όπως το χαρακτήρισε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Όσο τρικυμιώδες είναι το έργο του αυτό άλλο τόσο τρικυμιώδης ήταν και η ίδια η καθημερινή του ζωή, η οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα συγγενικών του προσώπων, με κύριο αποδέκτη σχολίων, κυρίως χλευαστικών, τη μάνα του την Έλλη.

 Αυτή η γυναίκα είχε έντονες συγκρούσεις με τον γιο της, παρότι δεν τον μεγάλωσε η ίδια. Η γιαγιά του Πολυξένη και η θεία του Εκάβη τον ανάθρεψαν με τους τρόπους που εκείνες θεωρούσαν σωστούς στην εποχή της φτώχειας και της απόλυτης ένδειας.

Η παράσταση

 Οι έμπειροι θεατές γνωρίζουμε ότι η συνεργασία πολλών ηθοποιών στη σκηνική πράξη αυξάνει κάθετα τη δυσκολία του εγχειρήματος, γιατί προϋποθέτει και απαιτεί τη συνάντηση (διανοητική, συναισθηματική και τελικά ερμηνευτική) καθενός με τους υπολοίπους.

 Πρέπει, όμως, να παραδεχτώ ότι έχουν και οι μονόλογοι την τεχνική τους: ο ηθοποιός είναι μόνος κι απροστάτευτος στη σκηνή, με όλα τα βλέμματα διαρκώς στραμμένα πάνω του, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί στην παρουσία και στη συμμετοχή συνάδελφων του.

 ‘Έτσι, ο μονόλογος ήταν επιλογή κατεξοχήν κορυφαίων ηθοποιών, πες μια πρόκληση, κάτι σαν ερμηνευτικός άθλος, επιστέγασμα μιας σπάνιας υποκριτικής στόφας, ικανής να μαγεύει το κοινό. Σήμερα – οι μονόλογοι σε μεγάλο βαθμό – επιλέγονται στο πλαίσιο της ανάγκης για παραστάσεις χαμηλού κόστους παραγωγής.

 Η λογική αυτή έχει ένα τίμημα, επειδή δεν υπολογίζει αρκούντως τους δύο αναγκαίους όρους: είναι πράγματι το κείμενο σημαντικό ώστε να αξίζει παράστασης και έχει ο ηθοποιός που αναλαμβάνει το βάρος περαίωσής του τη δύναμη, με την προσωπικότητα και την ερμηνεία του, να παρασύρει τους θεατές στον επί σκηνής κόσμο του;

Πράγματι, εδώ συμβαίνουν και τα δυο. Μέσα σε εβδομήντα λεπτά η έξοχη Ράνια Σχίζα καταθέτει στο σανίδι τα εσώψυχά της. Συνοδοιπόροι της οι θεατές, περνούν μέσα από την σκληρότητα της ελληνικής πραγματικότητας του 20ου αιώνα. Ξεναγός εκείνη, σε όλο το φάσμα των συναισθημάτων, βολεμένη στο κάθισμά της.

Διαθέτει δεινή υποκριτική ικανότητα, συγκλονιστική σκηνική παρουσία, μέγιστη μεταδοτικότητα. Είναι ένας άξιος πομπός που συντονίζει επιδέξια στη συχνότητά της τον δέκτη. Την αίθουσα. Δύναμή της τα εκφραστικά της μέσα, προσαρμοσμένα απόλυτα στον ρόλο. Η λιτή κίνηση, η εξαιρετική διαχείριση της φωνής της και η πολλή δουλειά της, φέρνουν την εύστοχη προσέγγιση του χαρακτήρα.

Ο Βαγγέλης Λάσκαρης υιοθέτησε στη σκηνοθεσία του μια γραμμή ήσσονος ταλάντευσης αλλά μέγιστης απόδοσης, δίχως εντυπωσιακά εφέ και κοστούμια. Εύρημα η αφαιρετική σκηνοθεσία και η καθαρή, γήινη ερμηνεία. Το δυνατό κείμενο παρέχει βατούς δρόμους ανάγνωσης για το κοινό κι ένα μεγάλο πεδίο δράσης στη σκηνή.

Η ηρωίδα κάθεται πάνω σε ένα παλιό μπαούλο, τυλιγμένη με ύφασμα και αναμνήσεις. Εξιστορεί τα πάθη, τα λάθη και τις επιθυμίες της. Την ζωή της ολάκερη. Όπως ένας βασανισμένος άνθρωπος διηγείται σπαράγματα της ζήσης του, έτσι και η Έλλη Ταχτσή κάνει παύσεις, ανασαίνει, μαζεύει, απλώνει, γελά, δακρύζει, μιλά, ξαναζεί αυτά που εκούσια κρύβει ή που κρύβονται ακούσια μέσα της. Τα φώτα κάποια στιγμή χαμηλώνουν κι έπειτα λάμπουν ξανά. ‘ Άλλο ένα σκηνοθετικό εύρημα, που διεγείρει το ενδιαφέρον των θεατών για το τι θα επακολουθήσει.

 Η πρωτότυπη μουσική του Μάνου Αντωνιάδη υπογραμμίζει καίριες στιγμές είτε ψυχικής οδύνης είτε ανάτασης.

 Αυτός ο μονόλογος, χειμαρρώδης, αποκαλυπτικός και απολαυστικός για το κοινό δίνει την ευκαιρία στη Ράνια Σχίζα να γράψει άλλη μια επιτυχία στο ενεργητικό της και στο κοινό την ικανοποίηση της μετάληψης «σώματος» από τη ζωή που δεν έζησε.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Συγγραφέας: Κική Μαυρίδου

Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Λάσκαρης

Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης

Σκηνικό / Κοστούμι: Γιώργος Λιντζέρης

Κατασκευή κοστουμιού: Ειρήνη Αβζίδου

Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας

Φωτογραφίες παράστασης: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Αφίσα παράστασης: Γιάννης Κεντρωτάς

Στον ρόλο της Έλλης Ζάχου Ταχτσή η Ράνια Σχίζα

Τη φωνή του χαρίζει στον ρόλο του Κώστα Ταχτσή ο Νίκος Καραθάνος.

ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

Πηγή: KavalaWebNews

Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button