«Ζ Βασίλη Βασιλικού ǀ Ευριπίδη Εκάβη» στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Οι νεκροί δεν μιλούν πια.
Ντυμένοι με την ωραιότητα του θανάτου.
Έχουν πάρει μαζί τους τόσα μυστικά.
Που καμιά άνοιξη.
Με όσα βλαστάρια.
Δεν μπορεί να μας φανερώσει.
*Βασίλης Βασιλικός
.
Ο εμβληματικός λόγος του Βασίλη Βασιλικού συνομιλεί με τον λόγο του Ευριπίδη και τη μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη.
Η ιστορία του ανθρώπου, η αέναη δίψα του για εξουσία, καταστροφή και πόλεμο, ως σπαρακτικό πορτρέτο του σύγχρονου κόσμου, με όχημα τον λόγο του Βασίλη Βασιλικού και του Ευριπίδη. Μια μελέτη πάνω στον πόλεμο, την προσφυγιά, την γενοκτονία, την ελπίδα, το όνειρο, τον εφιάλτη και το σκοτάδι.
Το πρόσωπο. Η μάνα. Η γη. Η πατρίδα. Η Βασίλισσα. Η Εκάβη μέσα από τον κόσμο των νεκρών διασχίζει τον χρόνο σαν κυρτό βέλος. Περιπλανιέται ανάμεσα στα ερείπια, στα νεκρά σώματα, στην λάσπη, στο αίμα. Το γέρικό της σώμα πεσμένο στην «σκληρή, καμένη γη» συνομιλεί με θεούς και ανθρώπους. Αγωνίζεται, αντιστέκεται, σηκώνεται και κοιτάζει κατάματα το τρομερό πρόσωπο του πολέμου. Ο λόγος της αντηχεί εκκωφαντικά μέσα στους αιώνες ξανά και ξανά. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και η μουσική. Μια «άλλη» περιπλάνηση. Ανθρώπινα βήματα. Ο ρυθμός κάποτε γρήγορος, κάποτε αργός, σταθερός ή ακανόνιστος, βέβαιος ή αβέβαιος αφηγείται την ιστορία κάθε ανθρώπου που περιπλανιέται σε μια άδεια, κατεστραμμένη πόλη. Γρήγορες ανάσες, ρόγχοι, κατακερματισμένοι ψίθυροι.
Μια περιπλάνηση. Θραύσματα λόγου. Ήχοι. Ρυθμοί. Σώματα. Πρόσωπα. Κινήσεις. Η Ιστορία σαν κυρτό βέλος. Κι η μουσική. Πρόκειται για μια συρραφή -όχι διασκευή- καθώς ο λόγος του τραγικού ποιητή θα είναι αυτούσιος και θα συνδιαλέγεται με τη μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη.
Την Εκάβη, σαν μια «προτομή» που κάθε μέρα «ξυπνά», θυμάται και περιπλανιέται μέσα στους αιώνες στα ερείπια της Τροίας, υποδύεται ο Κωνσταντίνος Χατζής.
Η διανοητική υπεροχή της διακρίνεται επανειλημμένως σε ρητορικούς λόγους γυναικών στα έργα του Ευριπίδη. Ο σκηνοθέτης- διασκευαστής αναδεικνύει τον τρόπο µε τον οποίον ο ποιητής , χρησιμοποιώντας αυτή τη δεξιότητα του χειρισμού του λόγου, εξισώνει τις γυναίκες µε τους άνδρες.
Η Εκάβη, μέσα στην απέραντη θλίψη της από τις συμφορές που την έχουν βρει και µε κορυφωμένο το µίσος της για τον Πολυµήστορα, ο οποίος φάνηκε ανάξιος της εμπιστοσύνης που του είχαν δείξει αυτή και ο Πρίαμος, διακρίνει αστραπιαίως στο πρόσωπο του Αγαμέμνονα τον άνθρωπο που θα της σταθεί αρωγός για το εγχείρημα που έχει ήδη συλλάβει: την τιμωρία του φονιά του παιδιού της.
Η ταχύτατη αυτή επινόηση είναι, φυσικά, δείγμα και του έντονου πάθους και του ηθικού αναστήματος της Εκάβης. Αποκαλύπτει, ωστόσο, ένα ευφυές μυαλό, το οποίο μέσα σε ανείπωτες συφορές βρίσκει τρόπο να εξυφάνει σχέδια, έστω, καταστροφής.
Η αµφιταλάντευσή της είναι δηλωτική της υψηλής στάθμης της αξιοπρέπειάς της, η οποία δεν της επιτρέπει να περιπέσει στην ανάγκη του κατακτητή Αγαμέμνονα, όμως ο πόθος της για εκδίκηση είναι ανυπέρβλητος.
Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Χατζής υιοθετεί τη μίξη του ποιητικού λόγου του Βασιλικού, με τα στοιχεία της μυθοπλασίας του Ευριπίδη και δημιουργεί έναν έντονα πύρινο, μα και λυρικό κόσμο, όπου τα πάντα δείχνουν μεταβατικά και μετέωρα, με τους ήρωες να αγωνίζονται να βγάλουν από πάνω τους το κέλυφος μιας απωθητικής και δυσβάστακτης βαρβαρότητας, η οποία το μόνο που κάνει είναι να αναπαράγει μια πολλαπλά νωθρή και απαξιωμένη κοινωνία.
Έτσι, το κεντρικό πρόσωπο στην «Εκάβη» υπόκειται στο μοτίβο της μεταμόρφωσης, γι’ αυτό και είναι δυνατόν να επανέρχεται στη ζωή μετά από κάθε θάνατο είτε ψυχολογικό είτε πραγματικό . Η ηρωίδα μεταλλάσσεται, μέχρι που φτάνει στην αιωνιότητα, σε ένα επίπεδο ψυχικής διεργασίας, όπου έχει νικηθεί ο φόβος του θανάτου και έχει αντιληφθεί πως είναι απαραίτητη η υπέρβαση των υλικών επιθυμιών, για να κατακτηθεί ένας ανώτερος πνευματικός σκοπός. Αυτή, εξάλλου, είναι και η ουσιαστική εσωτερική πάλη της Εκάβης, που συνίσταται στην προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, χωρίς να απεμπολήσει τις προσωπικές της επιθυμίες.
Γίνεται σαφές, λοιπόν, πως και οι δυο συγγραφείς, ο αρχαίος Ευριπίδης και ο νεοέλληνας Βασιλικός, καλλιέργησαν το πολιτικό μυθιστόρημα. Το «Ζ» του Βασιλικού έγινε σύμβολο αντιδικτατορικού αγώνα κι η «Εκάβη» του Ευριπίδη είναι ένα διαχρονικό σύμβολο αγώνα ανακάλυψης αλήθειας και δίκαιης τιμωρίας των φονιάδων των παιδιών της.
Στην εικαστικής διάστασης παράσταση – περφόρμανς η οργή γίνεται θλίψη και μετά δίψα για εκδίκηση. Υπάρχει μεν μια συζήτηση περί δικαιοσύνης μεταξύ της Εκάβης και του Αγαμέμνονα, αλλά ο Ευριπίδης παίρνει πολύ φανερά το μέρος της, σύμφωνα με την δραματουργική επεξεργασία της Αντιγόνης Καράλη.
Η παράσταση ξεκινά με τον ποιητικό λόγο του Βασίλη Βασιλικού από πέντε σώματα και στόματα με εξαίσιες φωνές, ενώ ο δεξιοτέχνης, πολυτάλαντος Κωνσταντίνος Χατζής, ως μαυροφορούσα Εκάβη, περιφέρεται στην ορχήστρα περιμετρικά και τελετουργικά με βουβές οιμωγές, πλήρως κατανοητές από την εσωτερική ερμηνεία του.
Ο χαρισματικός, σπουδαγμένος χορωδός Στέφανος Καλτσής ανεβαίνει στο κοίλο και από εκεί συμμετέχει με τη θεία του φωνή στα δρώμενα, εκτελώντας μαγευτικά λυρικά κομμάτια, βυζαντινούς ύμνους, αποσπάσματα από δημοφιλή μιούζικαλ, αλλά και πεζό λόγο. Όλο το κομμάτι που αφορά το «Ζ» του Βασιλικού εξελίσσεται με αναμμένα φώτα στην ορχήστρα και στο κοίλο, δημιουργώντας έτσι μια άκρως ποιητική ατμόσφαιρα στο αρχαίο θέατρο, το στεφανωμένο από τα απομεινάρια των βράχων και των τειχών του 360 π.Χ., ενώ στο βάθος ο κάμπος των Φιλίππων αγκαλιάζει τους πρόποδες του λόφου ΄Όρβηλου.
ΟΙ άλλοι επιλεγμένοι ηθοποιοί: Πάνος Θεοδωρακόπουλος, Παντελής Καλογεράκης,
Θάνος Κόνιαρης, μένουν στη Θυμέλη και ερμηνεύουν όλους τους ρόλους, αλλά και αφηγούνται με παραστατικό τρόπο το δράμα της Εκάβης, το πλεγμένο με άρες και αναθέματα, με ανόσια, ανίερα λόγια στο πρώτο άκουσμά τους, και με προσθήκες δοξασιών, όπως το «Τη υπερμάχω» ή το «Χριστός Ανέστη» ή το «Αι Γενναιαί Πάσαι», αλλά όταν θεατής παραμερίζει την «ιεροσυλία», αντιλαμβάνεται τον συμβολισμό, την ανθρώπινη ανάγκη να δεηθεί σε υπερδύναμη, την ικεσία στο Θείο για δικαιοσύνη, ανεξαρτήτως εποχής και δόγματος.
Στη συνέχεια σκοτεινιάζει στο κοίλο κι αρχίζει η τραγωδία του Ευριπίδη από έναν σπαρακτικό, καθηλωτικό Κωνσταντίνο Χατζή – Εκάβη, πλαισιωμένο από τους ξεχωριστούς ηθοποιούς του θιάσου, που συγκινούν το πλήθος. Η Εκάβη θρηνεί, ενώ η επωδός «Ο Ζήτα είναι νεκρός» επαναλαμβάνεται διαρκώς στην εξέλιξη της τραγωδίας, ως συνδετικός κρίκος με το έργο του Βασιλικού.
Στον Τρωικό πόλεμο η χαροκαμένη μάνα χάνει τα αρσενικά παιδιά της και μετά την άλωση στερείται και την Κασσάνδρα , που την είδε να φεύγει αιχμάλωτη και παλλακίδα του Αγαμέμνονα. Χάνει την κόρη της Πολυξένη , που θυσιάστηκε πάνω στον τάφο του Αχιλλέα, αλλά και τον Πολύδωρο, τον πιο μικρό της γιο, αυτόν που ο Πρίαμος είχε εμπιστευτεί στον Θράκα βασιλιά Πολυμήστορα.
Τον θάνατο του αδικοχαμένου γιου εκδικείται η αιχμάλωτη Εκάβη με τρόπο σκληρό -τυφλώνει τον φονιά του Πολυμήστορα – ενώ άλλες αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες σκοτώνουν τα παιδιά του Θράκα βασιλιά.
Στην παράσταση οι ρόλοι εναλλάσσονται από πρόσωπο σε πρόσωπο, ώστε οι θεατές αγκαλιάζουν όλη την ορχήστρα, προσηλώνονται στη δράση και αποδίδουν τα εύσημα στους συντελεστές με παρατεταμένα χειροκροτήματα.
Η μουσική, ως δευτερογενής κώδικας της θεατρικής έκφρασης και «ως σημείο» της σκηνής του θεάτρου, αποτελεί έναν τομέα σύνθετης καλλιτεχνικής δημιουργίας, ο οποίος καλείται να υπηρετήσει την παράσταση διευκολύνοντας αφενός την επικοινωνία με τον θεατή και αφετέρου, μαζί με τα άλλα θεατρικά σημεία να αποτελέσει το υπόστρωμα για την ανάπτυξη της υποκριτικής τέχνης και γενικότερα του σκηνικού θεάματος.
Οπότε, η μουσική του σπουδαίου Γιώργου Κουμεντάκη στην παράσταση του Κωνσταντίνου Χατζή, ο οποίος υπογράφει και τα κοστούμια, παίζει έναν ρόλο καθοριστικό, επειδή αναδεικνύει τη συνθήκη που τοποθετείται η παράσταση.
Οι φωνητικές συγχορδίες, οι οποίες δίνουν δύναμη, αντοχή, σταθερότητα και ελαστικότητα στις δουλεμένες φωνές των άριστων ηθοποιών , τα κρουστά, η κίνηση και η διάταξη των ηθοποιών, σχηματοποιούν εικαστικά κάδρα και μεγεθύνουν το τελετουργικό της αφήγησης.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερη, ευφρόσυνη παράσταση, την οποία χαρήκαμε οι τυχεροί που βρεθήκαμε στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία, συρραφή κειμένων, απόδοση: Κωνσταντίνος Χατζής
Μουσική: Γιώργος Κουμεντάκης
Δραματουργική Επεξεργασία: Αντιγόνη Καράλη
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Αποστολάτος
Κοστούμια: Κωνσταντίνος Χατζής
Κατασκευή κοστουμιών: Παναγιώτα Τζομπανάκη
Εικαστική Επιμέλεια: Ιωάννης Χαλάς
Βοηθός Σκηνοθέτη: Πάνος Θεοδωρακόπουλος
Φωτογραφίες: Άγγελος Χίλλ
Γραφίστας: Ιωάννης Τσίγκας
Έκδοση βιβλίου/προγράμματος: Κάπα Εκδοτική
Ερμηνεύουν με αλφαβητική σειρά:
Πάνος Θεοδωρακόπουλος
Παντελής Καλογεράκης
Στέφανος Καλτσής
Θάνος Κόνιαρης
Δημήτρης Τσίκλης
Κωνσταντίνος Χατζής
*Το τραγούδι της «Κόρης» θα ακουστεί από την Σοφία Χίλλ σε Μουσική Γιώργου Κουμεντάκη και στίχους του Γιάννη Χουβαρδά.
- Το τραγούδι «Ποτέ δεν μπήκα σε καράβι» είναι σε μουσική σύνθεση της Σοφίας Χίλλ.
Οι φωτογραφίες είναι του Λάσκαρη ΤσούτσαΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ