Ευριπίδη: «ΤΡΩΑΔΕΣ» από το Κ.Θ.Β.Ε. στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Οι «Tρωάδες από το ΚΘΒΕ με τη Ρούλα Πατεράκη στο ρόλο της Εκάβης, δεν είναι ακόμα ένα κλασσικό ανέβασμα του έργου του Ευριπίδη.
Αποτελεί μία σύγχρονη διασκευή του ποιητικού κειμένου όπου ο ήχος, η μουσική και η εικόνα συνυπάρχουν δημιουργικά με τα πρόσωπα επί σκηνής. Λέξεις και αλγόριθμοι, άνθρωποι και τεχνολογία, συνθέτουν μία παράσταση που κινείται μεταξύ πολυμεσικής αφήγησης, θεάτρου και οπτικοακουστικής εγκατάστασης. Μπορεί, λοιπόν, ο λόγος του Ευριπίδη να συνυπάρξει αρμονικά με τη σύγχρονη τεχνολογία επί σκηνής; H απάντηση είναι πως ναι: ο συνδυασμός αυτών των φαινομενικά αντιθετικών στοιχείων, δίνει μια νέα δυναμική στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Οι «Τρῳάδες» – γραμμένη το 415 π.Χ. – ήταν η τρίτη τραγωδία μιας τριλογίας που αναφέρεται στον Τρωικό Πόλεμο. Η πρώτη, «Αλέξανδρος», ως θέμα είχε την αναγνώριση του πρίγκιπα της Τροίας Πάρι, που είχε εγκαταλειφθεί μωρό από τους γονείς του και ξαναβρέθηκε στην εφηβεία. Η δεύτερη τραγωδία «Παλαμήδης» αναφέρεται στην κακομεταχείρηση από τους Έλληνες του συμπατριώτη τους, Παλαμήδη. Αυτή η τριλογία παρουσιάστηκε στα Διονύσια μαζί με το σατυρικό δράμα «Σίσυφος». Οι υποθέσεις αυτής της τριλογίας δεν συνδέονται μεταξύ τους, όπως εκείνες της «Ορέστειας» του Αισχύλου. Ο Ευριπίδης δεν ευνοούσε τέτοιες συνδεδεμένες τριλογίες.
Ο ποιητής για το έργο αυτό κέρδισε το δεύτερο βραβείο, χάνοντας από τον αφανή τραγικό Ξενοκλή.
Υπόθεση
Το έργο του Ευριπίδη παρακολουθεί την τύχη των γυναικών της Τροίας, αφού η πόλη τους είχε λεηλατηθεί, οι άντρες τους είχαν σκοτωθεί και οι οικογένειές τους που απέμειναν πρόκειται να παρθούν ως σκλάβες. Εντούτοις ξεκινά με τους θεούς Αθηνά και Ποσειδώνα να αναζητούν τρόπους για να τιμωρήσουν τον Ελληνικό στρατό για την απαγωγή της Κασσάνδρας, μεγαλύτερης κόρης του Βασιλιά Πρίαμου και της Βασίλισσας Εκάβης.
Όσα ακολουθούν δείχνουν πόσο οι Τρωαδίτισσες έχουν υποφέρει. Ο Έλληνας Ταλθύβιος φτάνει για να πει στην εκθρονισμένη βασίλισσα Εκάβη τι περιμένει αυτή και τα παιδιά της. Την Εκάβη θα την πάρει ο Οδυσσέας και η κόρη της Κασσάνδρα προορίζεται να γίνει παλλακίδα του νικητή Αγαμέμνονα. Η Κασσάνδρα, η οποία βρίσκεται υπό την επήρεια ένθεης μανίας, ή αλλιώς βακχείας, προβλέπει ότι όταν θα φθάσουν στο Άργος η πικραμένη γυναίκα του νέου κυρίου της, η Κλυταιμνήστρα, θα σκοτώσει τόσο την ίδια όσο και αυτόν. Φθάνει η χήρα πριγκίπισσα Ανδρομάχη και η Εκάβη μαθαίνει από αυτήν ότι η νεότερη κόρη της Πολυξένη έχει σκοτωθεί, ως θυσία στον τάφο του Αχιλλέα.
Στην Ανδρομάχη έλαχε να γίνει παλλακίδα του γιου του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμου, ενώ πιο τρομερά νέα πρόκειται να φτάσουν για τη βασιλική οικογένεια. Ο Ταλθύβιος διστακτικά την πληροφορεί ότι το βρέφος της, ο Αστυάνακτας, έχει καταδικασθεί σε θάνατο. Η Ελένη, αν και όχι γυναίκα της Τροίας, αναμένεται να υποφέρει εξ ίσου. Ο Μενέλαος φθάνει για να την πάρει μαζί του στην Ελλάδα, όπου την περιμένει καταδίκη σε θάνατο. Η Ελένη εκλιπαρεί το σύζυγό της να της χαρίσει τη ζωή και αυτός φαίνεται αποφασισμένος να τη σκοτώσει, αλλά ο Χορός γνωρίζει ότι θα την αφήσει να ζήσει και θα την πάρει μαζί του.
Όχι μόνο αποκαλύπτεται στο τέλος του έργου ότι ζει, αλλά στην Οδύσσεια ο Τηλέμαχος θα μάθει πως η μυθική ομορφιά της Ελένης της χάρισε τη συγχώρεση.
Στο τέλος, ο Ταλθύβιος επιστρέφει φέρνοντας μαζί του το πτώμα του μικρού Αστυάνακτα πάνω στην ασπίδα του Έκτορα. Επιθυμία της Ανδρομάχης ήταν να θάψει η ίδια το παιδί της, εκτελώντας τις πρέπουσες τελετουργίες σύμφωνα με τα έθιμα της Τροίας, αλλά το πλοίο της είχε ήδη αναχωρήσει. Ο Ταλθύβιος δίνει το άψυχο σώμα στην Εκάβη. Εκείνη προετοιμάζει τη σορό του εγγόνου της για την ταφή, και η Τροία καίγεται από τους Αχαιούς, πριν τελικά αναχωρήσουν οι γυναίκες- λάφυρα, με τον Οδυσσέα.
Ανάγνωση
Το πώς αντιμετωπίζει ο Ευριπίδης το μεγάλο έγκλημα των συμπατριωτών του κατά των κατοίκων της Μήλου και την εκστρατεία, την αλαζονική, την άδικη αλλά και επικίνδυνη, που ετοιμάζουν για τη Σικελία, το καταλαβαίνουμε από το ότι την άνοιξη του 415 ελέγχει την πολιτική του δήμου με τη διδασκαλία των «Τρωάδων», όπου μια σειρά από παθητικές εικόνες φρίκης δείχνει το φοβερό δράμα των γυναικών των Τρώων, όταν πάρθηκε το Ίλιο από τους Αχαιούς.
Όταν μιλάμε για μια κατάκτηση ή για μια άλωση, φέρνουμε στο νου μας την έξαψη της μάχης, τη χαρά των νικητών. Ποιος συλλογίζεται τον πόνο του νικημένου;
Ο Ευριπίδης, όμως, παρουσιάζει άλλη εικόνα. Από το πλήθος των αιχμαλωτισμένων Τρωάδων, που πνίγονται στους στεναγμούς, ξεχωρίζει και φέρνει πιο κοντά στο θεατή τον πόνο της χαροκαμένης Εκάβης, την έκσταση της Κασσάνδρας, που η άστοργη φιλία του Φοίβου της είχε χαρίσει το πικρό προνόμιο να βλέπει στα σκοτεινά βάθη του μέλλοντος, όλες τις συμφορές που οδεύανε προς την πατρίδα και το πατρικό της σπίτι.
Την Ανδρομάχη, μας την παρουσιάζει με όλο τον πόνο της γυναίκας που έχασε τον άνδρα της και της μάνας που της άρπαξαν το παιδί για να το σκοτώσουν, σε μια σκηνή από τις πιο συγκλονιστικές των δραμάτων του Ευριπίδη.
Τη μεγάλη νίκη των παλληκαριών, που πήδησαν μια νύχτα από την κοιλιά του Δούρειου ίππου και που οι Αθηναίοι την είχαν για δόξα και των δικών τους προγόνων, ακατάληπτη από το χρόνο, ο Ευριπίδης την απογυμνώνει από τη λάμψη που της είχαν δώσει ο θρύλος και το έπος, και την παρουσιάζει μπρος στους κατάπληκτους Αθηναίους, που είχαν κυριεύσει ένα νησί και από τώρα μελετούσαν άλλη κατάκτηση, σαν μια ιστορία ληστείας, γεμάτη από ωμότητες, άγριες σφαγές και εμπρησμούς.
Ο ποιητής βροντοφώναξε την καταδικαστική του γνώμη στην κόγχη του Διονυσιακού θεάτρου κατά τα Μ. Διονύσια του 415 π.Χ. προς τους Αθηναίους και τους έδειξε ότι μέρα με την ημέρα ξεστράτιζαν από το δρόμο της ιστορικής τους αποστολής, που ήταν να ελευθερώνουν κι όχι να υποδουλώνουν, να προστατεύουν και όχι να καταστρέφουν.
Έτσι, ο Ευριπίδης γράφει ένα αντιπολεμικό δράμα και κατακρίνει την πολιτική των Αθηναίων για το προκλητικό ανοσιούργημα, που είχαν διαπράξει λίγους μήνες πριν εναντίων των Μηλίων, καθώς και για την Σικελική Εκστρατεία που προετοιμάζουν.
Οι «Τρωάδες» είναι ένα αμείλικτο κατηγορώ για τις φρικαλεότητες του πολέμου και ένα σπαρακτικό αίτημα για αλληλεγγύη και ανθρωπισμό.
Οι αιώνες που ακολούθησαν μάς βοηθούν να καταλάβουμε και να αφομοιώσουμε το πυκνό μήνυμα των Τρωάδων. Κύριο μέλημα του δυνατού πρέπει να είναι η δικαιοσύνη, όχι ο αφανισμός του αδυνάτου. Βασική μέριμνα όσων νικούν πρέπει να είναι η μοίρα των ηττημένων. Οι φοβερές επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα αλλά και ο 20ός με τους δύο παγκόσμιους πολέμους του, υποχρεώνουν κάθε πολιτισμένο άνθρωπο να ανατρέξει στα μηνύματα του Ευριπίδη, ο οποίος πρόσφερε στην ανθρωπότητα τούτη την κορυφαία τραγωδία, επειδή είχε απαυδήσει από την αστραφτερή αλαζονεία της Αθήνας. Έτσι ήταν κι έτσι είναι η εξουσία.
Το μοιρολόι των Τρωάδων για μια καθημαγμένη πόλη γίνεται μια πανανθρώπινη κραυγή διαμαρτυρίας, γίνεται ο θρήνος των ηττημένων και εξόριστων όλου του κόσμου. Επιπλέον, εισάγεται το θέμα της ατομικής ευθύνης, αλλά και η έννοια της πατρίδας.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης, ας πούμε λάτρης του ρεαλιστικού εφέ, στήνει στο κέντρο της άδειας ορχήστρας έναν σύγχρονο τηλεφωνικό θάλαμο, ως ρεαλιστικό εφέ, και πιστεύει ότι έτσι ο θεατής θα έχει την αίσθηση ότι παρίσταται στο παρουσιαζόμενο δρώμενο, ότι μεταφέρεται στη συμβολιζόμενη πραγματικότητα κι ότι αντιμετωπίζει όχι μια καλλιτεχνική μυθοπλασία και μια αισθητική αναπαράσταση, αλλά ένα πραγματικό γεγονός.
Όμως, φευ, το αποτέλεσμα είναι αντίθετο των προσδοκιών του, όσον αφορά το σκηνικό και τον συμβολισμό του, το οποίο δανείστηκε η σκηνογράφος από προηγούμενες δουλειές της. Εδώ είναι παράταιρο στην ορχήστρα του αρχαίου θέατρου, αν όχι, κακόγουστο.
Μεγάλη μερίδα θεατών ενοχλείται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης από αυτή την άποψη, που, είναι μεν σύγχρονη και το ρεαλιστικό εφέ συνηθίζεται στις τωρινές σκηνοθεσίες κείμενων αρχαίου δράματος, όμως χωρίς να ασεβεί στον ποιητή και το έργο του. Δυστυχώς, το «εύρημα» ακυρώνει την Εκάβη. Την εγκλωβίζει σε μια φυλακή και της στερεί το δικαίωμα να ερμηνεύσει την τραγική ηρωίδα του ποιητή, όπως θα μπορούσε, εφόσον το απέδειξε περίτρανα αμέσως μετά την εμφάνιση της Ελένης.
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να κάνει μια ρεαλιστική και εκσυγχρονιστική προσέγγιση, ενώ με το κείμενο ως αφετηρία προσπαθεί να τονίσει την αυθεντικότητα του ηθοποιού, με τη ρεαλιστική εκφορά του λόγου που προτείνει, με στόχο να καταδείξει τη σύγχρονη ιστορική και πολιτική κατάσταση, μέσα από το έργο του Ευριπίδη, το οποίο από μόνο του έχει αρκετές πολιτικές και ιστορικές παραδηλώσεις που παραπέμπουν άμεσα στην κατάρρευση του νεοελληνικού πολιτισμού. Η όψη, επίσης, των προσώπων επηρεάζεται από το θέμα κι ο σκηνοθέτης δίνει μια αστική ματιά στην τραγωδία, καθώς οι γυναίκες της Τροίας ντυμένες με άχρονα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου έχουν την ίδια θλιβερή εικόνα με τις σύγχρονες πρόσφυγες γυναίκες, όπου γης.
Μπορούμε, λοιπόν, να χαρακτηρίσουμε το όλο εγχείρημα «ανοικτή φόρμα» που παρουσιάζει ένα πλήθος παραλλαγών και ιδιαίτερων περιπτώσεων. Το άνοιγμα οδηγεί στην πλήρη διάλυση του κλασικού μοντέλου κι έτσι έχουμε, για παράδειγμα, την Θεά Αθηνά να μοιράζεται σε δώδεκα στόματα. Δώδεκα απρόσωπες γυναίκες, με θαυμάσια κοστούμια, ερμηνεύουν τον ρόλο είτε τμηματικά είτε ομοθυμαδόν, ενώ ο μύθος είναι συρροή μοτίβων που δε δομούνται σ’ ένα ομοιογενές σύνολο, αλλά παρουσιάζονται με αποσπασματικό και ασυνεχή τρόπο.
Η σκηνή σχηματίζει τις βασικές ενότητες που, προστιθέμενες, δημιουργούν μια επική σειρά μοτίβων. Βαλίτσες αραδιασμένες σηματοδοτούν την αναγκαστική προσφυγιά ( σκηνικά – κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου) και κίνηση του Ερμή Μαλκότση, ενώ τη μουσική που στεφανώνει τα δρώμενα υπογράφει ο σημαντικός συνθέτης Στέφανος Κορκολής.
Ο Αλέκος Αναστασίου φωτίζει την παράσταση. Μετά τις διαδοχικές ηγεμονίες του ηθοποιού-βασιλιά, του σκηνοθέτη -ηνιόχου, του σκηνογράφου -εικαστικού δημιουργού, έρχεται ο φωτιστής, ως άρχων του φωτός, να γίνει το πρόσωπο κλειδί της παράστασης. Με το φως στη δράση κατέχουμε την πλήρη εκφραστική δυνατότητα του χώρου, την πλήρη εκφραστική του δύναμη στην υπηρεσία ηθοποιών και, εν τέλει, της συλλογικής δουλειάς.
Η περιώνυμη και αξιότιμη κυρία Ρούλα Πατεράκη ερμηνεύει την Εκάβη με δυναμισμό και απίστευτη ενέργεια, αλλά με ιδιόμορφο τρόπο που λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό, ως τροχοπέδη στην πλήρη κατανόηση του κειμένου. Δε θέλω να σχολιάσω περαιτέρω την απόδοσή της, από σεβασμό στην πορεία της και στην προσφορά της στο ελληνικό θέατρο.
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος είναι ένας διεκπεραιωτικός , αλλά όχι χολωμένος όπως τον θέλει ο Ευριπίδης, Ποσειδώνας, που χρησιμοποιεί το ομηρικό αφήγημα – άλωση της Τροίας – για να καυτηριάσει αυτά που έκαναν οι Αθηναίοι στη Μήλο, μόλις ένα χρόνο νωρίτερα.
Ο Δημήτρης Πιατάς υποδύεται με τη γνωστή μανιέρα του τον Ταλθύβιο, έναν τύπο καθημερινό, με την υποχρέωση να μεταφέρει κακές ειδήσεις. Σε κάποιους αρέσει και σ’ άλλους, διόλου.
Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης παίζει με πειθώ και σθένος τον Μενέλαο, που τσακισμένος από τον πόλεμο έρχεται στην Τροία να πάρει πίσω τη γυναίκα του, ενώ όλοι οι ηθοποιοί του Κ. Θ. Β.Ε., όπως πάντα, είναι πολύ καλοί στην ερμηνεία και την εδραίωση του σκηνοθετικού οράματος.
Η Μαρία Διακοπαναγιώτου ερμηνεύει μια Κασσάνδρα υπερσεξουαλικό, βακχικό όν, όπως το ζήτησε ο σκηνοθέτης, ενώ η Ελένη της Κλειώς- Δανάης- Οθωναίου, μένει αγέρωχη στη λάμψη του φορέματός της και στο κενό της ομορφιάς της, σύμφωνα με το κείμενο.
Η Μαρίζα Τσάρη, ως Ανδρομάχη, ακολουθεί πειθήνια τις σκηνοθετικές οδηγίες που τη θέλουν μια γυναίκα περήφανη μεν, ταπεινωμένη δε και, ως μητέρα που πληροφορείται τον επικείμενο θάνατο του γιου της Αστυάνακτα, αντιδρά χαλαρά και με, σχεδόν, βουβό πόνο.
Ο Χρήστος Σουγάρης, διαβάζω στο πρόγραμμα, βραβευμένος σκηνοθέτης από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών με το βραβείο «Νέου θεατρικού δημιουργού» για το 2018, υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού του ΚΘΒΕ, παρουσιάζει φέτος μια χαλαρή έως αδιάφορη ανάγνωση του αριστουργηματικού έργου του Ευριπίδη και, όπως δήλωσε ο ίδιος, ενδιαφέρθηκε σ’ αυτή την παράσταση ν’ ακούσει «ανθρώπινες φωνές να μιλούν και όχι φωνές ηθοποιών».
Επίλογος
Μια ανώνυμη ομάδα από αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες, που αποτελούν τον Χορό της τραγωδίας, μοιάζει να τρέφει ελπίδες για την «καλοσύνη των νικητών» και για μια ευμενέστερη μεταχείριση, ανάλογα με το ποιον του «Κυρίου» που θα υπηρετούν με την υπακοή τους σ’ αυτόν. Η ομάδα, αντιθέτως, των επωνύμων ηρωίδων (Κασσάνδρα, Ανδρομάχη, Εκάβη) δεν τρέφει ψευδαισθήσεις και έχει πλήρη συνείδηση της δυστυχίας τους. Επειδή το όνομά τους είναι η ψυχή τους.
Δεν πρόκειται για μία αριστοκρατική διάκριση του ποιητή, όπως θα μπορούσε κάποιος επιπόλαια να εικάσει, επειδή δεν κάνει το όνομα τη διαφορά επιπέδου συνειδητότητας. Η διαφορά επιπέδου φέρει, αντιθέτως, πάντοτε όνομα. Οι επώνυμες ηρωίδες μεταμορφώνονται σε αιώνια σύμβολα αντίστασης στην ωμή βία.
Όλα τα πιο πάνω κάνουν επίκαιρο το έργο του Ευριπίδη, το κάνουν κυριολεκτικά μια προφητεία για τους καιρούς μας, όπου συμβαίνουν τα ίδια σε παγκόσμιο επίπεδο και όπου τα μέσα πειθαναγκασμού και ολικής χειραγώγησης των κοινωνιών, με τη βοήθεια της καλπάζουσας ανεξέλεγκτης τεχνολογίας, συναινούν πρόθυμα στην αλλοτρίωσή τους κι έχουν γίνει απείρως αποτελεσματικότερα.
Επιπροσθέτως, αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη τραγωδία διαχρονική και επίκαιρη είναι η φρίκη του πολέμου και της ανισότητας, η άσκηση εξουσίας του ισχυρού απέναντι στον ανίσχυρο άνθρωπο, τα δεινά των γυναικών μέσα σε εμπόλεμες συνθήκες και όχι μόνο, οι φρικαλεότητες που λαμβάνουν χώρα σε εμπόλεμες περιοχές ή σε χώρες, όπου πολιτικά καθεστώτα αναγκάζουν τους ανθρώπους να αναζητούν έναν ειρηνικό τόπο, μία ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Συντελεστές
Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Στέφανος Κορκολής
Κίνηση: Ερμής Μαλκότσης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Δανάη Πανά
Οργάνωση παραγωγής: Marleen Verschuuren
* Βοηθός σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Αλέξανδρος Μαυρουδόπουλος
Διανομή (αλφαβητικά): Μελίνα Αποστολίδου (Αθηνά), Λουκία Βασιλείου (Αθηνά, Ελένη), Μομώ Βλάχου (Αθηνά), Χαρά Γιώτα (Αθηνά), Ηλέκτρα Γωνιάδου (Αθηνά), Μαρία Διακοπαναγιώτου (Κασσάνδρα), Αντώνης Καφετζόπουλος (Ποσειδώνας), Χριστίνα Μπακαστάθη (Αθηνά), Αλέξανδρος Μπουρδούμης (Μενέλαος), Μπέττυ Νικολέση (Αθηνά), Ρούλα Πατεράκη (Εκάβη), Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Αθηνά, Ελένη), Δημήτρης Πιατάς (Ταλθύβιος), Πολυξένη Σπυροπούλου (Αθηνά), Βιργινία Ταμπαροπούλου (Αθηνά), Θεοφανώ Τζαλαβρά (Αθηνά), Μαρίζα Τσάρη (Ανδρομάχη), Μάρα Τσικάρα (Αθηνά)
* Έκτακτη αντικατάσταση: Γιάννης Χαρίσης
Γυναίκες: Μαριάννα Αβραμάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Χαρά Γιώτα, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Ζωή Ευθυμίου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Λωξάνδρα Λούκας, Ελένη Μισχοπούλου, Χριστίνα Μπακαστάθη, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Μπέτυ Νικολέση, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Θεοφανώ Τζαλαβρά, Φωτεινή Τιμοθέου, Μάρα Τσικάρα
Άντρας: Χριστόφορος Μαριάδης
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ